Πρωινός καφές στα Εξάρχεια με την Νικολέτα την κόρη του Τάσου και της Μαρίνας στην παράσταση “Ο πατέρας”σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη στο Θέατρο Αποθήκη. Ευδιάθετη και χαμογελαστή η Νικολέτα μας είπε πως είναι να είσαι μία έφηβη στην Αθήνα του 2019,μας μίλησε για την ευγνωμοσύνη που νιώθει γι’αυτήν την συνεργασία και η προτροπή στα παιδιά να μην φοβούνται να λένε τη γνώμη τους.

Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για την παράσταση καθώς και για το ρόλο που υποδύεσαι;
-Όλα ξεκίνησαν όταν αρχίσαμε να διαβάζουμε το κείμενο και ο Βασίλης ο Μπισμπίκης μας ζήτησε να κάνουμε ανάλυση των χαρακτήρων και ν’αρχίσουμε να γράφουμε γι’ αυτούς. Έτσι λειτουργήσαμε σαν ομάδα,ο καθένας μας έχει κρατήσει τ’όνομα του και εγώ έγραψα για την Νικολέτα μία εικοσάχρονη κοπέλα η οποία παίζει κλαρίνο έχει μία καλλιτεχνική φύση γενικότερα και είναι η επαναστατημένη κόρη. Πολλά στοιχεία του χαρακτήρα υπάρχουν και σ’ εμένα. Κάναμε πολλούς αυτοσχεδιασμούς,το κείμενο το έχουμε αποδομήσει πλήρως και σε γενικές γραμμές ήταν μία πάρα πολύ εμπειρία η διαδικασία των προβών.

Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Βασίλη Μπισμπίκη;
-Ήταν μία ημέρα που εγώ δούλευα χτυπάει το τηλέφωνο μου και ήταν ο Βασίλης,με ρωτάει αν έχω κλείσει κάπου για το χειμώνα του είπα όχι και εκείνος με κάλεσε για το ρόλο της κόρης στην παράσταση.Η συνεργασία μας είναι εκπληκτική,με τρομερή χημεία,είναι ένας ευφυέστατος άνθρωπος και ειλικρινά νιώθω πολύ τυχερή για τη συνεργασία.

3)Πώς είναι να είσαι μία έφηβη στα χρόνια που διανύουμε στην Ελλάδα;
-Όπως κάθε παιδί στην εφηβεία του είναι δύσκολο αντεπεξέλθει στις κοινωνικές απαιτήσεις οπότε επαναστατεί με κάθε τρόπο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η κόρη κάνει την επανάσταση της διότι της βάζουν “κάγκελα”τα οποία την εμποδίζουν ν’ακολουθήσει τα όνειρα της.Στο σπίτι βέβαια συμβαίνουν και άλλα πράγματα όπου την αναγκάζουν να μην αντέχει άλλο αυτό που βλέπει. Η γνώμη μου είναι ότι τα παιδιά πρέπει να επαναστατούν με κάθε τρόπο,να λένε αυτό που πιστεύουν στην κοινωνία και στο σπίτι τους και να μην φοβούνται. Ο φόβος φέρνει επίθεση.

Νιώθεις σαν να είσαι το έπαθλο ανάμεσα στα θέλω του πατέρα και της μητέρας;
-Όλοι οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους σαν την συνέχεια τους. Οπότε ονειρεύονται για εκείνα κάτι που δεν έκαναν εκείνοι. Είναι ένα έπαθλο απλώς στη συγκεκριμένη οικογένεια τα προβλήματα είναι τόσο βαθειά χωμένα λόγω του χρόνου που έχει περάσει και βγαίνουν εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα,όλα τα προβλήματα που έχουν καλυφθεί με τα χρόνια. Έτσι αυτή η ανασκαφή γίνεται πολύ γρήγορα και η τελευταία βολή είναι το παιδί.

Πόσο έχει αλλοιωθεί ο θεσμός της οικογένειας με το πέρας των χρόνων;
– Δεν πιστεύω ότι έχει αλλοιωθεί,οι οικογένειες που αγαπιούνται:βρίζονται,αγκαλιάζονται,
χτυπιούνται αυτό βέβαια δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την αγάπη. Η αλλοίωση είναι δυστυχώς όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να μιλήσουν και να επικοινωνήσουν,αυτό ίσως είναι μία αλλοίωση στην οικογένεια.Σ’αυτό μεγάλο ρόλο παίζει η τηλεόραση,τα media,τα κινητά όλα αυτά δεν μας επιτρέπουν να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και να κοιταχτουμε στα μάτια.

Ποια πιστεύεις ότι θα είναι τα τραύματα που θα κουβαλάει για το υπόλοιπο της ζωής της η Νικολέτα;
-Σίγουρα η επίθεση του πατέρα της στην μητέρα και ο βιασμός. Η γιαγιά επίσης η οποία την βλέπουμε σιγά-σιγά να χάνεται και να φεύγει μαζί της ένα κομμάτι της οικογένειας της. Είναι ο πατέρας ο οποίος πραγματικά προσπαθεί να σώσει την οικογένεια και φτάνει σ’ένα σημείο όπου σκάει και εκείνος. Είναι ο θείος που έχει παρατήσει την οικογένεια του για να τη σώσει αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελε. Είναι πολλά πράγματα που την κυνηγούσαν πριν και θα την κυνηγούν και μετά.

Πιστεύεις ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι η κυριότερη αιτία γι’αυτήν την ανθρώπινη κρίση που υπάρχει στις σχέσεις;
-Είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ο οικονομικός. Καθώς και ο τρόπος που κυνηγάς το χρήμα,προσωπικά εμένα με τρομοκρατεί η τάση των ανθρώπων να κυνηγάνε το χρήμα.

Μίλησε μου γι’αυτήν την μεταφορά του έργου στην Αθήνα του 2019-φοβήθηκες μήπως αποτύγχανε;
-Δεν φοβήθηκα καθόλου,είχα τρομερή εμπιστοσύνη εξαρχής σε κάθε ενέργεια που έκανε ο Βασίλης. Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο έργο βλέπουμε πολλές φορές τον ίδιο μας τον εαυτό και ο θεατής μπορεί να μην το αντέξει αυτό.

Του Γιάννη Βανταράκη