Συνάντηση με τη Λουκία Μιχαλοπούλου λίγο πριν από την έναρξη της δεύτερης παράστασης που πρωταγωνιστεί για φέτος την Γιδα του Έντουαρντ Αλμπι. Ευδιάθετη και έτοιμη να σου μεταφέρει τους δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους που βιώνει κάθε βράδυ. Από τη μία ο Μπέρνχαρντ και πόσο γοητευτικά μέσα στο κείμενο του μπλέκεται η πολιτική,το θέατρο και η φιλοσοφία και από την άλλη ο Αλμπι και η ευκολία του συγκεκριμένου έργου να περνάει από την κωμωδία στην τραγωδία και η συνεχής ανάγκη να βρίσκεσαι στην κόψη του ξυραφιού.

Ρίτερ Ντενε Φος πες μας λίγα λόγια για το έργο;
-Είναι μία ιστορία που ξεκίνησε απ’ την επιθυμία της Στεφανίας και τη δική μου να ξανασυνεργαστούμε. Παλαιότερα είχαμε συζητήσει για την Μαρία Στιούαρτ απευθυνθήκαμε στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη δεν ευδοκίμησε όμως και κάναμε τον Θεό της σφαγής. Παρ’ όλα αυτά όμως εμείς ψάχναμε να βρούμε ένα έργο και κάπως έτσι καταλήξαμε στο Ρίτερ Ντένε Φος. Είναι ένα έργο κλασσικό μας ενδιέφερε πολύ η σχέση των δύο αδελφών και είπαμε ότι αν βρούμε και το τρίτο μέλος θα το κάνουμε. Απευθυνθήκαμε στην Μαρία Πρωτόπαπα και εκείνη μας είπε για τον Αργύρη ο οποίος ήταν και θετικός. Νομίζω ότι είναι απ’τα πιο απαιτητικά και γοητευτικά κείμενα που έχω διαβάσει. Έχει ένα τρομερό ρεαλισμό,μέσα στο κείμενο μπλέκεται το θέατρο,η φιλοσοφία,η πολιτική είναι κατά τη γνώμη μου ανεξάντλητο.

Μίλησε μας για την Ρίτερ την ηρωίδα που υποδύεσαι;
– H Ρίτερ είναι η μικρότερη αδερφή και το πιο αναρχικό στοιχείο της οικογένειας. Νομίζω ότι την ημέρα του ερχομού του Λούντβιχ αν και αρνητική μοιάζει σαν να την περίμενε καιρό. Ο τρόπος που πυροδοτεί την κατάσταση φαίνεται σαν να είναι σχεδιασμένος. Μου δίνει την αίσθηση ότι δεν έχει κανένα όριο,συγχρόνως βέβαια μέσα σ’αυτήν την τρέλα της είναι πολύ συγκινητική. Ακόμα πολύ συγκινητικό είναι και ο τρόπος που αυτά τα τρία αδέλφια παρ’όλο που αλληλοακυρώνουν το ένα το άλλο συγχρόνως δεν μπορεί το ένα χωρίς το άλλο.

Τί είναι αυτό που ενώνει και συγχρόνως χωρίζει τα τρία αδέλφια;
-Τους ενώνει το παρελθόν τους,τα βιώματά τους,το πως συστήθηκαν στην κοινωνία είναι τρία ευφυή αδέλφια πάρα πολύ πλούσια ταυτόχρονα. Τους ενώνουν οι πληγές τους για πράγματα που έχασαν ή που δεν τολμήσανε. Απ’την άλλη τους χωρίζουν το ότι είναι τρεις εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες:η Ντενε είναι πολύ προσκολλημένη στο κατεστημένο και στο σπίτι,ο Λούντβιχ μοιάζει να είναι ο πιο τολμηρός,τέλος η Ρίτερ είναι ένα σκοτεινό πλάσμα. Μοιάζει σαν ηρωίδα του Μπέκετ καθώς για εκείνη τίποτα δεν έχει νόημα και σημασία. Είναι παράξενος ο τρόπος που χλευάζει την ίδια τους τη ζωή και ταυτόχρονα δεν κάνει τίποτα ώστε να την αλλάξει.

Μοιάζουν σαν να είναι τρεις ενήλικες οι οποίοι ποτέ δεν μεγάλωσαν;
-Φυσικα. Είναι τρία ενήλικα παιδιά,είναι προσκολλημένοι στην ανήλικη ζωή τους.

 

Τί αποσκοπεί αυτή η πολεμική που υπάρχει στους διαλόγους των τριών αδερφών;
-Ο συγγραφέας τοποθετεί τους τρεις ήρωες σ’ένα οικογενειακό γεύμα και σ’αυτό βγάζει όλο το μίσος που έχουν μεταξύ τους. Αυτό νομίζω ότι είναι το ρεαλιστικό κομμάτι του έργου με το οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε. Ο Μπέρνχαρτ κάνει κάτι το συγκλονιστικό,την στιγμή που χτίζει κάτι ταυτόχρονα το γκρεμίζει,όταν τον ερμηνεύεις ο ηθοποιός πρέπει να συμφιλιωθεί μ’αυτό. Οπότε ο θεατής παθαίνει ένα περίεργο πράγμα,εκεί που πάει να συνδεθεί με κάτι την άλλη στιγμή βλέπει ένα τείχος.

Βλέπουμε έναν τοίχο με αριθμούς που είχαν χαραγμένοι οι Εβραίοι στα χέρια τους,μίλησε μας γι’αυτήν την έμμεση αναφορά;
-Ταλαιπωρηθηκαμε πάρα πολύ για το ποιός θα είναι ο σκηνικός χώρος αυτού του έργου. Περάσαμε πολλά στάδια καθώς δεν θέλαμε να είναι ακριβώς ρεαλιστικός. Μετά από αρκετή συζήτηση και των τεσσάρων καταλήξαμε σε κάτι ενδιάμεσο του ρεαλιστικού. Με αφορμή κάτι που είπε σε μία πρόβα η Μαίρη Ξανθοπουλιδου η βοηθός της Μαρίας “το πολύ καυτό μπανιο” που είναι και η αρχή του έργου μας είπε ότι στους Εβραίους όταν τους πήγαιναν στους φούρνους τους έλεγαν ότι πάτε για καυτό μπάνιο. Αυτό λοιπόν μας άνοιξε δρόμους για το σκηνικό χώρο και κάπως έτσι καταλήξαμε σ’αυτό.

Μέσα απ’ την συγκεκριμένη οικογένεια βλέπουμε πιστεύεις και ένα κομμάτι της κοινωνίας;
-Σαφώς,βλέπουμε μία όχι συνηθισμένη οικογένεια. Αλλά μία “ειδική” τα θέματα όμως που την αφορούν και την βασανίζουν ειναι τα ίδια με της οποιαδήποτε οικογένειας. Επομένως υπάρχουν πολλές ομοιότητες και εγώ ταυτίζομαι παρόλο που δεν έχω κάποια σχέση μ’αυτόν το κόσμο. Οπότε αναρωτιέμαι τί είναι αυτό που με συνδέει.

Μετά τον Θεο της σφαγής συναντιέσαι ξανά με τη Στεφανία στη σκηνή μίλησε μας για τα συναισθήματα σου;
– Με την Στεφανία θέλαμε πάρα πολύ να συνεργαστούμε ξανά,οπότε μετά τον Θεό της σφαγής και την επιτυχία που είχε συνέχισε να μας βασανίζει τί κείμενο μπορούμε να βρούμε για να δοκιμαστούμε και να δοκιμάσουμε πράγματα. Αυτό νομίζω είναι ότι καλύτερο μπορεί να σου τύχει όταν με μία ηθοποιό της ίδιας γενιάς βρίσκεις τόσα κοινά πράγματα να σε απασχολούν. Χωρίς ίχνος ανταγωνισμού αλλά μόνο καλού συναγωνισμού κάτι το οποίο είναι πολύ σπάνιο. Πραγματικά νιώθω ευγνώμων.

Συγχρόνως πρωταγωνιστείς και στην Γιδα του Έντουαρντ Αλμπι..
-Η Γίδα είναι ένα έργο το οποίο ήρθε τελείως ξαφνικά στη ζωή μου καθώς δεν υπήρχε κάποιος προγραμματισμός. Ξαφνικά με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος ο Κουρής μου είπε να διαβάσω το κείμενο και αν μου άρεσε να το ανεβάσουμε. Εγώ τότε έκανα τον Φεγγίτη και παρ’όλο που σαν άτομο δύσκολα συνδυάζω δύο πράγματα μόλις το διάβασα έπαθα σοκ. Είναι το τελευταίο έργο του Αλμπι και μοιάζει να είναι ένα έργο το οποίο περνάει απ’όλα τα είδη:ξεκινάει σαν κωμωδία καταλήγει τραγωδία είναι κυριολεκτικά ένα κείμενο όπως και οι ήρωες του στην κόψη του ξυραφιού. Ενώ έχω παίξει τόσες πολλές φορές την παράσταση πάντα έχω μία αμηχανία και αυτό έχει ως συνέπεια οι παραστάσεις να μοιάζουν αυτοσχεδιαστικές

 Είναι πιστεύεις αντικειμενικοί και αληθινοί οι άνθρωποι με τον εαυτό τους;
– Πραγματικά δεν ξέρω να σου απαντήσω τί είναι αντικειμενικό και αληθινό. Εμείς ως ηθοποιοί είμαστε μία κατηγορία που ασχολούμαστε με πράγματα που αγαπάμε,ασχολούμαστε με την τέχνη και οφείλουμε να έρθουμε σε μία επαφή με τον εαυτό μας. Η σκηνή είναι ένα μέρος όπου έρχεσαι σε επαφή με πολύ δικά σου κομμάτια όπου μ’αυτά θες να επικοινωνήσεις και να συνδεθείς με το κοινό και ιδανικά θα ήθελες το κοινό να συνδεθεί με κάτι προσωπικό.

Πόσο εύκολο είναι να διαλυθεί αυτη η ιδανική ζωή που βιώνουν ο Μάρτιν με την Στήβι;
-Αυτό που θέλαμε πάρα πολύ με τον Νίκο από την αρχή είναι πραγματικά να μην ξεχνάμε πόσο πολύ αγαπιέται αυτό το ζευγάρι. Αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πάρα πολύ οπότε όταν αυτό φωτίζεται τότε το πρόβλημα που βιώνουν γίνεται τραγικό. Στο τέλος η αγάπη όμως παραμένει εκεί,δεν νομίζω ότι κάτι θ’ αλλάξει την επόμενη μέρα.

Του Γιαννη Βανταράκη