Με την Αθηνά ταξιδέψαμε 20 χρόνια πίσω τότε που εκείνη υποδυόταν την Στέλλα και κυνηγούσε τα όνειρα της στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή.Μου μίλησε με νοσταλγία για τους φόβους που είχε καθώς θα κατέβαινε για πρώτη φορά στην Αθηνά για δουλειά,την συνεργασία της με τον Νίκο Κουρή,την πατρική φιγούρα που έβλεπε στο πρόσωπο του Νίκου Παναγιωτόπουλου,αλλά και τον πανικό που ένιωσε όταν αντίκρισε τον εαυτό της για πρώτη φορά στο trailer της ταινίας.

Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις όταν ο Νίκος σου ανακοίνωσε ότι ήθελε να συμμετάσχεις στην ταινία του;

-Ήταν κάτι τυχαίο με την έννοια ότι εγώ εκείνη την εποχή μόλις είχα τελειώσει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος λόγω του ότι είμαι από την Θεσσαλονίκη. Μία μέρα λοιπόν ένας φίλος εξίσου ηθοποιός που δυστυχώς δεν ζει πια με πήρε τηλέφωνο για ένα casting που γινόταν για μία ταινία και επέμενε να πάω. Έτσι και εγώ κατέβηκα,τότε το casting το έκανε ο Μάκης ο Γαζης με τον οποίο βρέθηκα και έκανα το δοκιμαστικό. Εγώ λόγω του ότι δεν ήμουν εξοικειωμένη με την κίνηση στην Αθήνα ξεκινάω από την Κυψέλη όπου με φιλοξενούσε ένας φίλος να πάω στο Κολωνάκι έπεσα όμως σε πορεία έτσι άργησα να πάω περίπου τρία τέταρτα. Μπαίνοντας στο γραφείο ξεκίνησε ο Μάκης να μου κάνει κάποιες ερωτήσεις και εγώ έπιασα τον εαυτό μου να απαντάει με ασυναρτησίες με μυθοπλασίες. Τέλος πάντων αφού τελείωσα το δοκιμαστικό ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και μετά από δέκα μέρες χτυπάει το τηλέφωνο το σηκώνει η μητέρα μου και μου λέει ότι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος με ζητούσε. Όντως ήταν ο Νίκος ο οποίος ήθελε να κατέβω στην Αθήνα γιατί με ήθελε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην νέα του ταινία. Όταν κατέβηκα κάναμε μία ανάγνωση του σεναρίου .Τελειώνοντας την ανάγνωση όμως ,εγώ αναρωτιόμουν και σκεφτόμουν ότι αυτό που βλέπει αποκλείεται να του κάνει κάτι σε σχέση μ’αυτό που θα ήθελε να είναι αυτό το πρόσωπο. Και όταν τον ρώτησα εκείνος μου είπε ότι δεν θέλει ένα κορίτσι που θα είναι σαν αυτό που φανταζόταν για την ταινία αλλά ήθελε να έχει μία αθωότητα να είναι ντροπαλό ώστε αυτό να χαλάσει. Έτσι ξεκίνησε…

Τί είναι αυτό που θυμάσαι πιο έντονα απ’τα γυρίσματα και την συνεργασία σου με τον Νίκο Κουρή;

-Αυτό που θυμάμαι είναι ότι εγώ παρ’ότι άφηνα μία θέση στο Κρατικό θέατρο -μέσα μου για να είμαι ειλικρινής ήθελα να κατέβω στην Αθήνα – ήταν μία τεράστια ευκαιρία που μου έδωσε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έτσι ώστε να ξεκινήσω να δουλεύω στην Αθήνα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η συμπεριφορά του Νίκου και της γυναίκας του της Μαριάννας όπου μας αντιμετώπισαν σαν οικογένεια και μας φρόντισαν εμένα και το Νίκο τον Κουρή. Για εμένα ίσως ήταν και πιο δύσκολα γιατί δεν είχα παρέες στην Αθήνα και όλες μου τις ώρες τις περνούσα μελετώντας το σενάριο, τον ρόλο,σκεφτόμουν πως είναι αυτό το κορίτσι,άκουγα το τραγούδι. Γενικά δούλεψα με πάρα πολύ συγκέντρωση και ζήλο.

Πώς ένιωσες όταν είδες τον εαυτό σου για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη;

– Η ταινία προβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2000 και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με πήρε τηλέφωνο ο Νίκος και μου είπε “Αθηνούλα πήγαινε στο Δαναό όπου πριν την ταινία «Όλα για την μητέρα μου» παίζεται το trailer της ταινίας μας”. Ο Νίκος ήταν πάντα ενθουσιώδης και παραστατικός γι’ αυτά που έλεγε και ήθελε να κάνει. Πήγα λοιπόν με τη μητέρα μου σε μία κατάμεστη αίθουσα και με το που αρχίζει το trailer γίνεται μία πάρα πολύ μεγάλη σιωπή. Προφανώς κάτι τους τράβηξε την περιέργεια και παντού ησυχία. Αυτό που θα πω το θυμάμαι σαν χθες. Χωρίς να υπερβάλλω με έπιασε μία μικρή κρίση πανικού γιατί ξαφνικά έβλεπα τον εαυτό μου σε μία τεράστια οθόνη. Ξεκίνησα να κλαίω,έπιασα το χέρι της μητέρας μου με δύναμη και μόλις τελείωσε το trailer δεν μπορούσα να συνέλθω . Ήταν κάτι μεταξύ χαράς,ενθουσιασμού… πολλα πρωτόγνωρα συναισθήματα μαζί. Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Πώς αισθάνθηκες μετά την βράβευση σου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

– Αναμφισβήτητα μου έδωσε πολύ μεγάλη χαρά το Ά Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παρ’όλα αυτά οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν κάτι που χάρηκα για 10 λεπτά.Τα βραβεία όπως και όλα τα πράγματα έχουν κάτι θετικό και κάτι αρνητικό. Σ´ένα βραβείο λοιπόν το θετικό του μπορεί να είναι ότι αναγνωρίζεται ο κόπος σου,ενδεχομένως το ταλέντο σου,αναγνωρίζεται το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης δουλείας σου. Απ’την άλλη όμως δε σου κρύβω ότι είναι και ένα φορτίο που βαραίνει αυτόν που βραβεύεται με την έννοια ότι πρέπει αποδείξει κάτι παραπάνω,να ζυγίζει τις επόμενες επιλογές του,κάποιοι μπορεί να καβαλάνε καλάμι και κάποιους τους τρομάζει. Και με αυτήν την έννοια η χαρά μου κράτησε πολύ λίγο.

Τί είναι αυτό που ενώνει και συγχρόνως χωρίζει τη Στέλλα με τον Ανδρέα;

-Το κοινό τους σημείο ήταν ότι είναι δύο νέα παιδιά με όνειρα.Τα όνειρα του Ανδρέα είναι πιο απλά ενώ της Στέλλας πιο φιλόδοξα. Αλλά δεν έπαυαν να ήταν δύο νέοι που ονειρεύονταν αλλιώς τη ζωή τους. Και πιστεύω ότι αυτό ήταν το κοινό τους σημείο. Αυτό που τους χώριζε ήταν ότι τα όνειρά τους δεν ήταν συμβατά.

Μέσα στην ταινία υπάρχουν στοιχεία δράματος,road movie πόσο εύκολο ήταν να αποτυπωθούν όλα αυτά;

-Ο Νίκος πολλές φορές έλεγε ότι ήταν ένα road-movie αλλά ταυτόχρονα ήθελε να είναι ένα ντοκιμαντέρ που αποτύπωνε δύο νέους ανθρώπους. Να παρακολουθεί ο θεατής δύο νέα παιδιά -γι’αυτό και δεν θέλησε τότε να πάρει γνωστούς ηθοποιούς εκείνης της εποχής. Η ταινία για μένα έχει πολλές κωμικές στιγμές,αλλά έχει και δραματική υφή. Είναι ένα μωσαϊκό του κόσμου της νύχτας ο οποίος είναι άγριος,σκληρός και μιλάει για ένα φαινόμενο της τότε δεκαετίας.

Μετά απ’ αυτή την ταινία ξανασυνεργάζεσαι με το Νίκο στο «Beautifull people» και «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου». Τι είναι αυτό που θυμάσαι απ’τον Νίκο και τη συνεργασία που είχες μαζί του;

-Θα μιλήσω προσωπικά γιατί κάποιος άλλος μπορεί να τον περιγράψει διαφορετικά. Για μένα ο Νίκος ήταν ένα πολύ ανοιχτό μυαλό,πολύ ονειροπόλο και ταυτόχρονα πολλές φορές κυνικός ,με πάρα πολύ χιούμορ και φοβερό αυτοσαρκασμό. Για πολλά χρόνια τον αισθανόμουν σαν πατρική φιγούρα, ακόμα και τώρα έτσι τον έχω. Στα γυρίσματα μπορούσε να γίνει πολύ απότομος και πολύ άγαρμπα απαιτητικός με τους ηθοποιούς, συμπεριφορά που μαζί μου δεν εκδήλωσε ποτέ. Ήταν πολύ τρυφερός και γλυκός μαζί μου, τόσο που κάποιες φορές ένιωθα άσχημα με τους συναδέλφους μου. Ήθελε πάντα να παίρνει το καλύτερο απ’τον κάθε ηθοποιό για την εκάστοτε σκηνή και αυτό το έκανε άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με απαιτητικότητα.

Εκεί γνωρίζεσαι και με τον Σταμάτη Κραουνάκη με τον οποίο ξανασυνεργαστήκατε καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια..

-Ναι με τον Σταμάτη συναντήθηκαν οι δρόμοι μας ξανά τα δύο τελευταία χρόνια καθώς έγραψε υπέροχες μουσικές στις τραγωδίες Ιφιγένεια εν Αυλίδι και πέρσι στην Αντιγόνη . Είναι μεγάλη τύχη να έχεις συνεργάτη τον Σταμάτη!!! Προσωπικά του έχω μεγάλη αδυναμία και αγάπη!

Γιατί πιστεύεις ότι η ταινία έγινε αποδεκτή από κοινό και κριτικούς κάτι το οποίο δεν είναι και το πιο συχνό φαινόμενο;

-Νομίζω ότι οφείλεται στο ότι είχε μία καθαρότητα η ταινία δεν είχε τίποτα δήθεν,είχε δύο φρέσκα παιδιά που ο Νίκος κατάφερε να αποσπάσει από αυτά τις καλύτερές τους στιγμές,είχε ωραίο story,νομίζω ότι κάλυπτε μεγάλο εύρος θεμάτων και φυσικά ήταν ένα love story. Αποτύπωσε με πολύ γλυκό τρόπο το άγριο και τρυφερό που έχει η νύχτα. Αυτά νομίζω ότι ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν αισθήματα και στο θεατή αλλά και σ’ένα κριτικό που βλέπει κάπως πιο αποστασιοποιημένα τα πράγματα.

Πόσο έχει αλλάξει η Ελλάδα του τότε με την Ελλάδα του τώρα στο τρόπο διασκέδασης;

-Νομίζω ότι τέτοιου είδους μαγαζιά υπάρχουν και τώρα ίσως όχι βέβαια σε τέτοια πληθώρα όπως τότε. Τώρα πιστεύω ότι είναι πιο δήθεν πιο showbiz με μία επίφαση ποιότητας . Σίγουρα έχει αλλάξει το τοπίο γιατί τα χρήματα που διέθεταν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι της επαρχίας δεν υπάρχουν πια. Επίσης έχει εκλείψει στην σημερινή ελληνική κοινωνία ένας πολύ ωραίος όρος που υπήρχε παλιά η έννοια του “ντάλγκα” και ότι μπορεί να σήμαινε αυτό.Οι άνθρωποι δεν εκφράζονται όπως εκφράζονταν παλιά, υπάρχουν άλλες μορφές διεξόδου. Να μην ξεχνάμε πόσο μας έχει επηρεάσει και η τεχνολογία. Πλέον αλλιώς ξεθυμαίνουν οι άνθρωποι.

11)Θα ήθελες να μου πεις κάποια απρόοπτα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;

-Υπήρξαν πολλά απρόοπτα και κωμικά αλλά και πιο σοβαρά. Ένα που θυμάμαι ήταν επειδή τα εσωτερικά των μαγαζιών τα κάναμε όλα στην Αθήνα (Αιγάλεω-Ιωνία)όπου εμείς πηγαίναμε για να ξεκινήσουμε γύρισμα 7 η ώρα το πρωί και αυτοί μόλις κλείνανε. Μέσα σ ‘αυτά τα μαγαζιά έτυχε να μιλήσω μ’ έναν ιδιοκτήτη όπου μου είπε μία φράση που μου έκανε τρομερή εντύπωση τότε “εγώ λέει έχω να δω μέρα 30 χρόνια” . Πραγματικά μου ήταν μεγάλη έκπληξη. Και άλλο ένα βέβαια εντελώς διαφορετικό ήταν όταν κάναμε τα εξωτερικά γυρίσματα προς το τέλος της ταινίας. Έπρεπε να κάνουμε γύρισμα σ’ένα καταφύγιο- στην Πάρνηθα συγκεκριμένα – όπου έπρεπε να περπατάμε στα χιόνια και εγώ ήμουν ντυμένη μ’ενα φουστανάκι, πέδιλα και απλά ένα παλτουδάκι από πάνω. Κάνουμε 2-3 λήψεις και κάποια στιγμή ,έτσι όπως για της ανάγκες της σκηνής με κρατούσε και με τραβούσε ο συνάδελφος αισθάνθηκα να ξεκολλάει κάτι από το πόδι μου. Ήταν το πέδιλο που έπεσε από το πόδι μου που δεν αισθανόμουν πια από το κρύο. Ήταν αδύνατο να πατήσω τα πόδια μου που δεν τα αισθανόμουν και ταυτόχρονα πονούσαν φριχτά. Αμέσως βέβαια έτρεξαν όλοι να με φροντίσουν. Ο Νίκος μάλιστα έβγαλε το γούνινο μπουφάν του και το έβαλε κάτω για να ακουμπήσω τα πόδια μου.

Σε πετυχαίνω σε πρόβες για το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια;

-Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ σε νέα μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας σκηνοθετούν. Πρωταγωνιστεί και ο Αιμίλιος μαζί με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη,τον Μιχάλη Σαράντη,την Λένα Δροσάκη,τον Αλέξανδρο Μαυρόπουλο,τον Αλέξανδρο Βάρθη,την Χριστίνα Χειλά Φαμέλη και άλλους εξαίρετους συναδέλφους. Θα ξεκινήσουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με πρεμιέρα στις 15 Ιουλίου στο Θέατρο Πέτρας. Στην Αθήνα θα έχουμε μόνο άλλες δύο παραστάσεις στου Παπάγου και στο Βεάκειο στον Πειραιά, καθώς από τις αρχές του Οκτωβρίου θα παρουσιάσουμε την παράσταση για τρεις μήνες στο θέατρο Βεάκη. Τον Γενάρη στο ίδιο θέατρο θα ανεβάσουμε τις “Τρεις αδερφές” του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά με την Καρυοφιλιά Καραμπέτη,την Μαρία Κεχαγιόγλου,τον Χρήστο Λουλη,τον Αιμίλιο Χειλάκη,τον Δημήτρη Πιατά τον Ορφέα Αυγουστίδη ,τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη ,και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη γι’αυτήν την συνεργασία. Είναι μεγάλη χαρά να συναντιέσαι με συναδέλφους και ανθρώπους που εκτιμάς.

Του Γιάννη Βανταράκη