Η πρώτη φορά που είδα θεατρικά την Μαρία Πρωτόπαπα ήταν στην παράσταση του Εθνικού “Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”σε μία σαρωτική ερμηνεία που ακόμα την θυμάμαι με θαυμασμό,από τότε την ακολουθώ πιστά σε κάθε νέο της θεατρικό εγχείρημα και εκείνη ποτέ δεν με απογοήτευσε με τις ερμηνείες της. Φέτος πρωταγωνιστεί στον εμβληματικό ρόλο της Μάρθας στο “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ”του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Μίλησα μαζί της γι’αυτη την νέα πρόκληση και εκείνη μας ανέλυσε την Μάρθα για το τί είναι αυτό που κρύβεται πίσω απ’τον εκρηκτικό χαρακτήρα της,τί είναι αυτό που πραγματικά συμβαίνει σ’ εκείνο το σπίτι,αλλά και το κάλεσμα σε μία απογύμνωση της αλήθειας.

Θα ήθελα να μου πεις πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι στο έργο του Άλμπι;
Ξεκίνησε όπως ξεκινάει πάντα το θεατρικό ταξίδι,δηλαδή με την ανάγνωση και με το ψάξιμο του πρωτότυπου έργου,επειδή χρειάζεται όταν είναι δυνατόν, να ερχόμαστε σε επαφή με την πηγή, και να ανιχνεύουμε τα κέντρα της μέσω της γλώσσας που χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας.

Τί είναι αυτό που συμβαίνει και βιώνουν τα δύο ζευγάρια στο σπίτι αυτό το βράδυ;
Μία κοσμική επίσκεψη μετατρέπεται σε μία διονυσιακή νύχτα, μία νύχτα αποκάλυψης και κάθαρσης.

Ποια είναι η Μάρθα στα μάτια σου,υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ σας;(σαν Μαρία)
Κάποια από τα χαρακτηριστικά της που αναφέρονται από τον συγγραφέα, όπως το ότι εκφράζεται δυνατά, κάποιες φορές ανδρικα,άλλες φορές σαν πολύ μικρό παιδί, άλλοτε σαν μητέρα,τρυφερά, άλλοτε σαν ερωμένη.Δοκιμάζει πολλές διαφορετικές “εκφραστικες” κατά παραγγελία του συγγραφέα, δανείζεται πολλαπλές συμπεριφορές όπως όλοι μας σε διαφορετικές περιστάσεις, σε αυτό νιώθω κοντά όπως ίσως και σε άλλα αισθήματα της, όπως κάθε γυναίκα. Αλλά οι ιστορίες ζωής μας είναι πολύ διαφορετικές.

Το έργο είναι μία επίθεση στο δήθεν της καλής αμερικάνικης οικογένειας ή της δήθεν καλής κοινωνίας του τότε;
Δεν μοιάζει να επιτίθεται στον θεσμό της οικογένειας ή του γάμου. Μαλλον καλεί σε μια θαρραλέα απογύμνωση της αλήθειας Προκειμένου να σωθεί η ανθρώπινη σχέση.

Φοβάσαι τα άκρα,όπου βλέπουμε να οδηγούνται η Μάρθα με τον Τζωρτζ;
Τίποτα που μοιάζει αληθινό και αναγκαίο δεν με φοβίζει. Έχω όμως, την έγνοια να ελέγχω τις προβολές των αναγκών μου,των ελλείψεων μου πάνω στους άλλους.

Ο Αλμπι είπε ότι οι ήρωες του “μετανιώνουν για όλα αυτά που δεν έκαναν”θα ήθελες να μου σχολιάσεις αυτή τη φράση;
Σε κάποιες ηλικίες κάνουμε απολογισμούς για όσα καταφέραμε ή όχι, για όσα χάσαμε ή δεν πραγματοποίησαμε, γνωρίζοντας πως οι ευκαιρίες πέρασαν, επιλέξαμε κάτι άλλο και έπειτα αναγνωρίζουμε τις συνέπειες.

Νιώθεις σ’αυτό το ζευγάρι ότι υπάρχει μία παιδικότητα και να μην έχουν μεγαλώσει οι ήρωες;
Έχουν μεγαλώσει αλλά είναι Παίκτες, και αυτό τους κάνει να μοιάζουν με παιδιά.

Πώς είναι να είσαι ζευγάρι στην σκηνή με τον Κωνσταντίνο και συγχρόνως να σε σκηνοθετεί;
Θαυμάσια. Αλλά μας πήρε καιρό να ξεντραπούμε και να εξοικειωθούμε παικτικά. Είχαμε σεβασμό και απόσταση είχε πλάκα η προσπάθεια αυτή.

Τελικά πόσο αγαπιούνται αυτοί οι δύο άνθρωποι;
Είναι μάρτυρες ο ένας στη ζωή του άλλου, μοιράζονται τα λάθη και τις ελλείψεις, συνεννοούνται καλά και ελεύθερα, άρα μάλλον αγαπιούνται.

Συγχρόνως σκηνοθέτησες και το “Ριττερ Ντένε Φος”του Τόμας Μπέρνχαρντ θα ήθελες να μου μιλήσεις γι’αυτό σου το βήμα προς την σκηνοθεσία;
 Έχω κάνει και άλλες δουλειές σκηνοθετικά,λίγες, αλλά δεν είναι η πρώτη. Βλέπω και συμμετέχω σχεδόν όλη μου τη ζωή στην διαδικασία και μετά από παρότρυνση, το έκανα.

Γιατί επέλεξες ένα δύσκολο έργο για σκηνοθεσία ενός δύσκολου συγγραφέα όπως έχω ακούσει από πολλούς θεατρολογους;
Δεν επέλεξα το έργο. Μας επέλεξε αυτό. Ήρθε η σκέψη σαν λύση. Εγώ δεν το γνώριζα. Ο Μπέρνχαρντ ήξερα πως είναι τρομερά δύσκολος αλλά με πολλή μελέτη και με τον τρόπο μου,τον πλησίασα και ενθουσιάστηκα. Τον αγάπησα πολύ.

Πώς ήταν η συνεργασία σου με την Στεφάνια,Λουκία και τον Αργύρη;
Περάσαμε πολλά μαζί, χαρές αγωνίες εκνευρισμούς ανασφάλειες και απ’όλα. Εγώ ποτέ δεν έχασα την πίστη μου στα παιδιά και απολάμβανα την κάθε στιγμή. Ήταν σπουδαία να δουλεύεις μαζί τους.

Τί θίγει σ’αυτό το έργο ο Μπέρνχαρντ και τί είναι αυτό που ήθελες να τονίσεις σαν σκηνοθέτης;
Η αλαζονεία και η αίσθηση ανωτερότητας που νιώθουμε ως άτομα ή ως κοινωνία ή ως ράτσα( και είδος ακόμα), γεννά μισαλλοδοξία.Το χειρότερο της σύμπτωμα ωστόσο είναι η μοναξιά.

Σχολίασε μου αυτό το αρρωστημένο κλίμα που υπάρχει ανάμεσα στα τρία αδέρφια;
Τί να πω; Τα λέει όλα συγγραφέας πεντακάθαρα. Άκρατος ανταγωνισμός, τελειομανία, ψυχρότητα… και δίψα για αγάπη.

Του Γιάννη Βανταράκη