Πώς ένιωσες όταν σου ανακοίνωσε η Ελένη Σκότη ότι θα πρωταγωνιστήσεις στο “Με λένε Εμμα”

-Ένιωσα σίγουρα μεγάλη χαρά. Καταρχάς γιατί το έργο το ήξερα ήδη, και ήθελα διακαώς να ασχοληθώ με αυτό κάποια στιγμή, και ήρθε σχεδόν καρμικά αυτή η συνεργασία με την Ελένη Σκότη. Αλλά φυσικά είχα και μεγάλη αγωνία. Τελικά όμως της είμαι ευγνώμων που με εμπιστεύτηκε για αυτό το δύσκολο εγχείρημα.

Μίλησε μας για το ρόλο της Εμμα,πώς τον αντιμετώπισες;
-Η Εμμα είναι ένα πλάσμα που παίζει πολύ με την αίσθηση της πλάνης και τις πολλαπλές αφηγήσεις. κρύβεται συνεχώς. είναι συγχρόνως και η ίδια ηθοποιός όποτε χρησιμοποιεί εργαλεία της υποκριτικής και στην ίδια της τη ζωή. έχει δημιουργήσει μία εξαιρετικά καλοφτιαγμένη “πανοπλία” για να κρύψει αυτά που δεν θέλει να αντιμετωπίσει: τα τραύματα, τις πληγές καθώς και το πόσο ευάλωτη είναι. υπάρχει μία φράση στο έργο που λέει: “ήμουν μία κραυγή που ψάχνει το στόμα της”. Της ταιριάζει αυτή η φράση.


Η Εμμα είναι μία ηθοποιός, πόσο εύκολο είναι να διαχειριστεί τον εαυτό της ανάμεσα στη σκηνή του θεάτρου και στον πραγματικό κόσμο;
Η Έμμα νιώθει προστατευμένη στη σκηνή. Χρησιμοποιεί την σύμβαση του θεάτρου, ως ένα ασφαλές μέσο για να ξεδιπλώσει τον ψυχισμό της. Για να νιώσει ζωντανή. Πράγμα δύσκολο να κάνει στην καθημερινότητά της.

Για τις ανάγκες του ρόλου ήρθες σ επαφή με ανθρώπους που βρίσκονται σε ομάδες απεξάρτησης;
-Αυτός ήταν ουσιαστικά ο πρώτος μήνας των προβων. Πέρα από την έρευνα σε σχέση με τις ουσίες, τις δομές απεξάρτησης κτλ κάθε μέρα είχαμε και κάποιο-α προσκεκλημένο, είτε πρωην χρήστη, είτε θεραπευτή που δραστηριοποιείται στον χώρο της απεξάρτησης., και με μεγάλη γενναιοδωρία μοιραζόντουσαν μαζί μας την εμπειρία τους.



Τί είναι αυτό που οδηγεί τους ανθρώπους στα ναρκωτικά η στα ψυχοφάρμακα;
Δεν είναι ένα πράγμα συγκεκριμένο. Κάθε εξαρτημένος είναι μια μοναδική περίπτωση. Και τα αίτια που οδηγούν στην εξάρτηση πρέπει να αναζητηθούν σε πολλά επίπεδα (ψυχολογικό, κοινωνικό, οικογενειακό κ.α.). Σίγουρα όμως έχει να κάνει και με το πόσο ευάλωτος είναι κανείς απέναντι στην ίδια τη ζωή και τις δυσκολίες της. Χρειάζεται να είναι κανείς αρκετά ανθεκτικός σε όλους αυτούς τους βίαιους κραδασμούς που προκαλεί όλος αυτός ο καταιγισμός γύρω μας, για να μην αναζητήση μια φυγή. Που όσο μπορεί να λέγεται ουσίες, άλλο τόσο μπορεί να λέγεται εργασιομανία, σεξ, video games, skrollαρολαγνεία, δημόσια εικόνα κ.α.

Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγουν αυτοί οι άνθρωποι απ τους διάφορους εθισμούς;
-Προφανώς είναι δύσκολο αλλά νομίζω ότι για να μπορέσεις να απεξαρτηθείς από τον οποιοδήποτε εθισμό σε πρώτη φάση πρέπει να έχεις ένα πολύ προσωπικό αίτημα αλλαγής. Είναι Ουσιαστικά μια διαδικασία μεταμόρφωσης που θέλει τόλμη και πίστη.


Υπάρχει γι αυτά τα άτομα βοήθεια από την πολιτεία;
-Στην Ελλάδα, πάντα σε σύγκριση με έξω, είμαστε μάλλον λίγο πίσω. Ακόμα παλεύουμε με τα ταμπού και τις προκαταλήψεις πάνω στο θέμα. Ακόμα αντιμετωπίζεται η εξάρτηση ως “νόσος”, πράγμα που απενοχοποιεί την κοινωνία για τον ρόλο της στην εγκαθίδρυση του προβλήματος. Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι, όπως πχ η Κατερίνα Μάτσα, καθώς και δομές, που συνεχώς αγωνίζονται ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα ως ένα σοβαρό κοινωνικό πολυπαραγοντικό φαινόμενο με διαστάσεις κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτιστικές και άλλες. και αυτό είναι ευοίωνο και παρήγορο.

Σε κάποια στιγμή στο έργο η Εμμα λέει ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις σ ένα κόσμο που είναι διαλυμένος είναι το να παίρνεις φάρμακα.Θα ήθελες να σχολιάσεις αυτή τη φράση;
-Είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως για το πόσο ευάλωτοι είμαστε απέναντι σ’έναν κόσμο που μοιάζει ολοένα και πιο επιθετικός. η Εμμα ψάχνει τον τρόπο με τον οποίο θα ανακουφίσει την εσωτερική δυσφορία που της προκαλεί η ίδια η ύπαρξη.

Ποιο είναι στο τέλος το μήνυμα που θέλει να περάσει η παράσταση στο θεατή;
-Νομίζω ότι σ αυτό το έργο ο Μακμιλαν με αφορμή ένα ειδικό σύγχρονο θέμα, μιλάει για κάτι μεγαλύτερο και πανανθρώπινο. Για την σπασμένη επικοινωνία, για το πόσο καλά κρύβουμε τις πληγές μας, για το τί σημαίνει τελικά αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου, τί σημαίνει ενηλικιώνομαι.

Του Γιάννη Βανταράκη