Για πρώτη ίσως φορά, δυσκολεύτηκα τόσο πολύ να διαλέξω ανάμεσα στα σύγχρονα τεκταινόμενα και να εκθέσω τις απόψεις μου. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον, όμως, περισσότερο από κάθε άλλο, η χθεσινή ανακοίνωση του αρμόδιου Υπουργείου για την κατάργηση σχολικών μονάδων.
Σκέφτηκα τους δασκάλους που εργάζονται ή έχουν οργανικές θέσεις σε αυτά τα σχολεία. Αναρωτήθηκα, τι πρόκειται να συμβεί με την κατάργηση ή τη συγχώνευσή τους, και αν είναι δυνατόν να απορροφηθούν οι δάσκαλοι σε άλλες σχολικές μονάδες. Αυτό, φυσικά, μου θύμισε ένα άλλο άρθρο που διάβασα σχετικά με την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με το οποίο, τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά από Σεπτέμβρη λόγω απεργιών των καθηγητών. Ας μη ξεχνάμε και τους Δήμους, που παρέμειναν κλειστοί την προηγούμενη βδομάδα, λόγω απεργίας των δημοτικών υπαλλήλων κατά της διαθεσιμότητας και των απολύσεων.
Κατόπιν πολλών συζητήσεων αλλά και πολλών άρθρων που διάβασα στον τύπο και στο διαδίκτυο σχετικά με το δικαίωμα στην απεργία αλλά και την καταχρηστική άσκηση αυτού, νιώθω την ανάγκη να εκθέσω την άποψή μου περί αυτού. Κατά πρώτον, το δικαίωμα των εργαζομένων για τη διαφύλαξη και βελτίωση των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων τους κατακτήθηκε με μακρόχρονους και δύσκολους αγώνες. Αναφορικά δε με τους δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους κρατικών οργανισμών, το Σύνταγμα του 1952, απαγόρευε ρητά την απεργία «..εις τους δημοσίους υπαλλήλους και εις τους υπαλλήλους νομικών προσώπων και οργανισμών δημοσίου δικαίου απαγορεύεται». Ομοίως, το «σύνταγμα» της Χούντας όχι μόνο απαγόρευε την απεργία στους δημοσίους υπαλλήλους αλλά τη θεωρούσε και αυτοδίκαιη παραίτηση. Η δημοσιοϋπαλληλική απεργία είχε χαρακτηριστεί ως ποινικό αδίκημα και τιμωρούνταν με φυλάκιση κάθε απεργού και παράλληλη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του.
Όμως, η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, με τις πιεστικές ανάγκες της, ήταν πιο δυνατή από τις απαγορεύσεις και τις ποινικές διώξεις. Τελικά, με το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώθηκε το δικαίωμα απεργίας και για τους δημόσιους υπαλλήλους, με μόνη εξαίρεση τους δικαστικούς λειτουργούς και όσους υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Στη έννοια της απεργίας εντάσσεται και η στάση εργασίας, δηλαδή η προσωρινή, συλλογική διακοπή της εργασίας, χωρίς εγκατάλειψη του χώρου εργασίας, καθώς και η λευκή απεργία, δηλαδή η προγραμματισμένη από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις επιβράδυνση τουρυθμού εργασίας, με αποτέλεσμα την μείωση της απόδοσης και της παραγωγής
Και επειδή, πολύς λόγος γίνεται για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, σημειώνω ότι προκειμένου να είναι συνταγματικά θεμιτή και νόμιμη η απεργία πρέπει:
1. να ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις
2. να αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων
3. να μην πραγματοποιείται από δικαστικούς λειτουργούς ή από υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας
4. να είναι σύμφωνη με τους περιορισμούς που θέτει ο κοινός νομοθέτης κατ’ εξουσιοδότηση του Συντάγματος.
Η καταχρηστική ή μη άσκηση του δικαιώματος της απεργίας διαπιστώνεται από το Δικαστήριο και είναι νόμιμη όταν ασκείται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν συσταθεί νόμιμα προς διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και υπό κάποιες διαδικαστικές προϋποθέσεις. Ενδεικτικά, αναφέρω ότι έχει κριθεί από τα δικαστήρια καταχρηστική η απεργία όταν, τα αιτήματα είναι προδήλως παράνομα, παράλογα ή αντίθετα προς τους κανόνες της δημόσιας τάξης, όταν από την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων μπορεί να επέλθει ανεπανόρθωτη βλάβη στα συμφέροντα ή ζημία στην επιχείρηση, όταν η ικανοποίηση των αιτημάτων δεν εξαρτάται από την βούληση του εργοδότη, όταν η ωφέλεια των απεργών από την διενέργεια της απεργίας είναι προδήλως δυσανάλογη με την ζημία που θα υποστεί η επιχείρηση ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο κ.ά.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα του σήμερα, ολοένα και περισσότερες απεργίες κρίνονται «καταχρηστικές» από τα δικαστήρια της χώρας, με αποτέλεσμα την επιστράτευση των εργαζομένων. Και λέω δυστυχώς, διότι ουκ ολίγες φορές οι αποφάσεις περί καταχρηστικότητας ή μη είναι προειλημμένες, καθοδηγούμενες και κατόπιν υποδείξεως από την εκάστοτε κυβέρνηση, κυρίως στην μεταμνημονιακή Ελλάδα. Η απεργία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του εργαζομένου, που ασκείται συλλογικά και αποσκοπεί στην ικανοποίηση συλλογικών αιτημάτων των εργαζομένων, για το λόγο αυτό πρέπει να κρίνεται ως αθέμιτη με πολλή φειδώ, ώστε να μην καταργείται το δικαίωμα, που με τόσες θυσίες εργαζομένων κατοχυρώθηκε. Κι όλοι μας, κατά τη γνώμη μου, οφείλουμε να κατανοούμε τους απεργούς εργαζομένους, που παλεύουν και μάχονται για την ικανοποίηση των νομίμων εργασιακών αιτημάτων τους.
Θα κλείσω τούτο το άρθρο με το παράπονο ενός αγανακτισμένου πολίτη, ο οποίος διαμαρτυρόταν για την απεργία των εργοδηγών στη Βαλτιμόρη του 1866, βρίζοντας για την ταλαιπωρία του. Βασικό αίτημα των απεργών εργοδηγών τότε ήταν το 8ωρο στην εργασία. Ας σκεφτούμε, πριν αναθεματίσουμε.
της Χριστίνας Παπαγιώτα για το kathemera.gr
*Η Χριστίνα Παπαγιώτα είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής τμήματος ΝΟΠΕ του ΑΠΘ και Δικηγόρος Πρωτοδικείου Βέροιας.