Photo: WienWardana

Έφτασα στην παραλία και κάθισα στο καφέ μπαρ. Είναι συμπαθέστατο, έχει καλή εξυπηρέτηση και καθαρές τουαλέτες, ακόμα και σε ώρα αιχμής. Το κυριότερο όλων, η μουσική του που κυμαίνεται στο όριο από καλή έως πολύ καλή και σε ένταση απολύτως υποφερτή ακόμη και κάτω απ’ τα ηχεία.

Ελάχιστος ο κόσμος χθες κι ακόμη μεγαλύτερη η απόλαυση. Και τότε τον είδα ή μάλλον τον άκουσα. Η άνεσή του στο χώρο και η βροντερή φωνή του δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας: ήταν ο ιδιοκτήτης. Καθισμένος μ’ ένα φίλο του μιλούσε μ’ έναν Αφρικανό πωλητή ρολογιών. «Τι 15 ευρώ ρε π….; Αυτά χαλάν αμέσως. Ένα κιλό τέτοια κάνει ένα ευρώ. Άντε φύγε από δω».

Να πω ότι δεν έδωσα σημασία; Ψέματα θα πω. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να ασχολείσαι με κάποιον που πουλά κάτι που δε θέλεις ν’ αγοράσεις. Αν βρίσκει κορόιδα –κατά τη γνώμη σου- που ν’ αγοράζουν κάτι που κοστίζει 10 λεπτά για 15 ευρώ, αυτό είναι ζήτημα των αρχών κι όχι δικό σου. Τέλος πάντων. Ο τύπος συνέχισε τις συνομιλίες του σε εξόχως ηχηρούς τόνους. «Με πήρες 2.15 τηλέφωνο κι εγώ είχα 51 ρεζερβέ εκείνη την ώρα, τι ήθελες να σου κάνω;» του γκρίνιαζε κάποιος κι εγώ κατάλαβα ότι «ο δικός μου» ήθελε να κλείσει τραπέζι σε local μπουζούκια αλλά ο άλλος ήταν sold out.

Σε λίγο, παρατηρώ μια κινητοποίηση στο μαγαζί. «Νάτος. Θα τον γ….» ήταν η φωνή που άκουσα κι έντρομη είδα ότι 5 άτομα έτρεχαν προς το μέρος ενός αφρικανού πωλητή ρολογιών. Σκέφτηκα να καλέσω την αστυνομία καθώς στα ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να τον φτάσουν, απ’ το μυαλό μου περνούσαν φρικώδεις σκηνές Αγίου Παντελεήμονα και Ομόνοιας, με ξυλοδαρμούς και ξεγυμνώματα αλλοδαπών. «Έλα δω ρε, αυτό δε δουλεύει» του είπαν, δείχνοντάς του με έντονες κινήσεις ένα ρολόι που προφανώς εκείνος τους είχε πουλήσει νωρίτερα. Η καρδιά μου πήγε στη θέση της.

Σε λίγο είχα μάθει τα πάντα για τον τύπο: λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, τον έλεγαν Κούλη (ορκίζομαι!) κι είχε λόγους να κερνάει εκείνη τη μέρα. Αυτό δεν τον εμπόδιζε απ’ το να εκστομίζει πιθανές κι απίθανες βωμολοχίες του είδους «το μ… της μάνας του». Μιλώντας για κάποιον άλλον, δε, εκστόμισε το απίθανο «ε, αυτός είναι χώριατος!»

Σε άλλη περίπτωση θα τον είχα παρακαλέσει να μιλάει λίγο πιο σιγά. Κάτι η καλή μου η διάθεση όμως, κάτι το ωραίο αεράκι και η υπόλοιπη χαλαρή ατμόσφαιρα, με απέτρεψαν. Σε κάποια στιγμή ο Κούλης με είδε να περνώ και με ρώτησε ευγενέστατα αν χρειάζομαι κάτι και μήπως χρειάζομαι να μου μεταφέρουν τα πράγματα σε ξαπλώστρα. Τον διαβεβαίωσα ότι όλα είναι υπέροχα και με κέρασε ένα παγωτάκι. Το απίστευτο είναι ότι έδειχνε ότι το έκανε με την καρδιά του κι όχι προσποιητά.

Σε λίγο εμφανίστηκαν δυο μικρά κοριτσάκια να του ζητήσουν παγωτό. Τότε, ο Κούλης έλιωσε. Με μια μεγάλη δόση τρυφερότητας έσκυψε στα κοριτσάκια, τους μίλησε γλυκά, τους ζήτησε να του δώσουν από ένα φιλάκι στο μάγουλο και τους έκανε το χατίρι.

Σάστισα. Μέσα σε λίγη ώρα είδα δυο ανθρώπους: τον Κούλη τον μπουζουκόμαγκα που βρίζει και δε λογαριάζει γυναίκες κι αηδίες και τον Κούλη τον ευγενικό καλό επαγγελματία –ναι, κόβει πάντα αποδείξεις-, είναι φιλικός με το προσωπικό και γλυκός με τα παιδάκια. Φυσικά Κούληδες υπάρχουν παντού, απλώς «ο δικός μου» ξεδιπλώθηκε πολύ γρήγορα.

Αποφάσισα να του συγχωρήσω τις βωμολοχίες και τη βαρβατίλα. Κυρίως για τη μουσική κι επειδή την ώρα που έφευγα οι Drifters τραγουδούσαν Under the Boardwalk

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή: protagon.gr