Photo: nleboe

Πριν από δύο χρόνια ένας φίλος που εκπροσωπούσε μία μεγάλη ελληνική εταιρεία τσιμέντου μου επέστησε την προσοχή στο φθηνό τσιμέντο από την Τουρκία που εισήγαγαν πρώην στελέχη μιας από τις δύο μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες της χώρας και κόστιζε τη μισή τιμή από το εγχώριο.

-Ποιο είναι το πρόβλημα; τον ρώτησα.

-Δεν τηρούν τις προδιαγραφές, μου απάντησε ξερά και μου σύστησε να δώ τον πρόεδρο του σωματείου των εργαζομένων.

Τον συνάντησα κάπου στο κέντρο της Αθήνας αλλά μετά από μία ώρα δεν κατάλαβα ποιο ήταν το πρόβλημα με το εισαγόμενο τσιμέντο πέρα από το γεγονός ότι κινδύνευαν οι θέσεις εργασίας στη μεγάλη αυτή βιομηχανία της χώρας. Μάλιστα, όπως έμαθα, η ίδια η βιομηχανία έφερνε στους φούρνους της Θεσσαλονίκης κλίνκερ από την Τουρκία, ενώ μία άλλη ανταγωνιστική βιομηχανία εισήγαγε λευκό τσιμέντο από χώρες της βόρειας Αφρικής.

Όταν τελείωσε η συνάντηση έμεινα με την απορία γιατί με είχαν «στείλει» εκεί και αποφάσισα να μιλήσω με τον τότε αναπληρωτή υπουργό Ανάπτυξης, νομίζω ότι ηταν ο Σ.Ξυνίδης, για να μου εξηγήσει τι είχαν βρει στο εισαγόμενο τσιμέντο που το έκαναν ακατάλληλο κατά τη διάρκεια των αναλύσεων. Ο Ξυνίδης μου είχε πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι το πρόβλημα ήταν μόνο στη συσκευασία.

Αισθανόμουν ότι έχανα την ώρα μου και είπα να βρω έναν από τους μετόχους της εταιρείας που γνώριζα και του είχα εμπιστοσύνη. «Ξέρεις» μου είπε «η αλήθεια είναι ότι δεν θέλουμε να υπονομεύονται οι τιμές μας με εισαγωγές και τώρα που πέφτει η ζήτηση στα επίπεδα του ’70, θα παλέψουμε με κάθε τρόπο για να τις κρατήσουμε εκεί που καλύπτουν το κόστος μας και ένα περιθώριο κέρδους που εμείς θεωρούμε λογικό». Ήταν μία κάποια παρηγοριά για τις ώρες που είχα χάσει…

Του Τάσου Τέλλογλου

Πηγή: protagon.gr