Νέα δεδομένα στην τιμολόγηση εκ μέρους της ΔΕΗ των πελατών της στη Μέση Τάση θέτει απόφαση που εξέδωσε η ΡΑΕ (Αρ.702/2012) μετά από σχετική καταγγελία που συνέταξε το δικηγορικό γραφείο «Μεταξάς και Συνεργάτες» και υπέβαλε στην Αρχή εκ μέρους μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης της Μέσης Τάσης.

Υπενθυμίζεται ότι πολλές επιχειρήσεις της Υψηλής και Μέσης Τάσης έχουν ζητήσει την παρέμβαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, αντιδρώντας στα τιμολόγια μέσης τάσης της ΔΕΗ Α.Ε., καθώς οι πολύ μεγάλες αυξήσεις που σημειώθηκαν σε μία σειρά χρεώσεων του ως άνω τιμολογίου οδήγησαν σε εκτίναξη του ενεργειακού κόστους τους και ουσιαστικά τους οδηγούν στην αναστολή των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.

Συγκεκριμένα, η ΡΑΕ επισημαίνει στην απόφασή της ότι η επιβολή ενός αυξημένου και κοινού για όλους τους πελάτες της ΜΤ τιμολογίου, ανεξαρτήτως των διαφορετικών χαρακτηριστικών κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που ενδεχομένως παρουσιάζουν και με απουσία ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με τον εκάστοτε αντισυμβαλλόμενο πελάτη, δεν είναι συμβατή με το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο. Αντιθέτως, οι όροι και οι χρεώσεις των τιμολογίων, ειδικά για τους μεγάλους πελάτες, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, εφόσον η ΔΕΗ υποχρεούται βάσει της υιοθετούμενης από τη ΡΑΕ προσέγγισης να διαπραγματευθεί ουσιαστικά για την αναγκαιότητα προσφοράς εξατομικευμένων όρων, τουλάχιστον για το ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων και εν τέλει να προσφέρει εξατομικευμένους όρους, στο βαθμό που η διαφοροποίηση των καταναλωτικών χαρακτηριστικών του αντισυμβαλλόμενού της το δικαιολογεί. Στην κατάληξη της απόφασής της, η οποία ως εκ τούτου έχει σημαντικότατες προεκτάσεις που υπερβαίνουν τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, η ΡΑΕ καλείτη ΔΕΗ “να προβεί στην κατάρτιση ικανού αριθμού τιμολογίων (τουλάχιστον τριών) ανάλογα μετο προφίλ ζήτησης την ημέρα (χαρακτηριστικά φορτίου) των πελατών ΜΤ.”

Η ΡΑΕ απαντώντας στο σκέλος της καταγγελίας που αναφέρεται στο παράνομο της επιβολής του Τιμολογίου ΜΤ κατ’ επίκλησητου σχετικού θεσμικού πλαισίου και ειδικότερα της υπ΄αριθμόν 692/2011 απόφασής της όπου διατυπώνει τις «Βασικές Αρχές Τιμολόγησης Ηλεκτρική Ενέργειας»,αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «για Μεγάλους Πελάτες (ενδεικτικά Πελάτες Μέσης και Υψηλής Τάσης) που δεν περιλαμβάνονται σε κάποια από τις συγκεκριμένες κατηγορίες Πελατών, δύνανται να προσφέρονται εξατομικευμένες χρεώσεις, προσαρμοσμένες στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Προμηθευτή και Πελάτη, τηρουμένων των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αποφυγής σταυροειδών επιδόσεων».

Στο σκεπτικό της απόφασής της η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αναφέρεται στη σχετική αγορά Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας καταλήγοντας ότι στην Ελλάδα «δεν υφίσταται μια αποτελεσματικώς λειτουργούσα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα που αποδεικνύεται χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΔΕΗ Α.Ε. κατέχει, μόνη αυτή, το σύνολο των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών της χώρας και συνεχίζει να κατέχει άνω του 65 % της αγοράς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας…».

Επίσης, όσον αφορά στη δυνατότητα ανεύρεσης από βιομηχανικούς πελάτες εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, η ΡΑΕ τονίζει ότι λόγω της αποκλειστικής και προνομιακής πρόσβασης της σε φθηνή ηλεκτροπαραγωγή από εγχώριους λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς πόρους η ΔΕΗ καθίσταται δυνητικά ο μοναδικός προμηθευτής στην Ελλάδα «για την τροφοδότηση ηλεκτρικής ενέργειας σε βιομηχανίες με τα χαρακτηριστικά της αιτούσας με φθηνή τιμή», ενώ της προσδίδεται ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων προμηθευτών που έχουν πρόσβαση μόνο σε εγχώριες πηγές ενέργειας μέσω της ημερήσιας αγοράς.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών, η Ρυθμιστική Αρχή καταλήγει ότι για τους μεγάλους πελάτες, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι πελάτες της ΜΤ, είναι εύλογο να λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως η ελαστικότητα της ζήτησης, το μέγεθος και το ευνοϊκό προφίλ των καταναλωτών αυτών, ώστε να διερευνηθούν και να ποσοτικοποιηθούν οι δυνατότητες που υπάρχουν για προσφορά ευνοϊκότερων όρων τιμολόγησης.

Αναφερόμενη, δε, στην υπ’ αριθμό 36/2011 Γνωμοδότησή της, η ΡΑΕ αναφορικά με το κόστος της ΔΕΗ, το οποίο μετακυλίεται στους πελάτες της μέσω των τιμολογίων της,χαρακτηριστικά τονίζει ότι αυτό «θα πρέπει μακροχρόνια να συγκλίνει στο κόστος αναφοράς μίας επιχείρησης που εφαρμόζει βέλτιστες πρακτικές λειτουργίας, επιτυχάνοντας υψηλή αποδοτικότητα του ανθρώπινου και του επενδεδυμένου κεφαλαίου της … Το κόστος αναφοράς πρέπει να αντιπαραβάλλεται με το κόστος που προκύπτει από τις λογιστικές καταστάσεις, το οποίο ενδεχομένως να επιδέχεται βελτιώσεις και περαιτέρω μειώσεις, έτσι ώστε αφενός μεν να δίνεται κατάλληλο κίνητρο στην επιχείρηση για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του κόστους της, αφετέρου ο καταναλωτής να μην επιβαρύνεται από κόστη, που μπορεί μεν να είναι πραγματικά αλλά θα μπορούσαν να ήταν χαμηλότερα.»

Πηγή: energypress.gr