Τα τελευταία βράδια βλέπω στον ύπνο μου φίλους που έχω να δω πολύ καιρό. Οι περισσότεροι σα να γελάνε αλλά τα μαλλιά τους έχουν αραιώσει επικίνδυνα, πέφτουν χωρίς δεύτερη σκέψη και τους αφήνουν εκτεθειμένους. Προφανώς δεν είναι και πολύ καλά. Τα πεσμένα μαλλιά στο όνειρο – το λέει όποιος ονειροκρίτης και να ρωτήσεις – είναι αδυναμία.

Μιλάμε, δηλαδή, γι’ ανθρώπους που χάνουν τη δύναμή τους από μέρα σε μέρα κι από όνειρο σε όνειρο. Κι όχι μόνο την αγοραστική, κάθε δύναμη. Δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά αν τα όνειρα βγαίνουν – αν και είμαι αρκετά αγγελοκρουσμένος για να το πιστέψω -, ωστόσο τρομάζω και στην ιδέα να τους πάρω τηλέφωνο να τους ρωτήσω τι κάνουν. Κυρίως αν αισθάνονται δυνατοί. Και πόσο δυνατοί; Αντέχουν τα νεύρα τους τις απανωτές επιθέσεις των καθημερινών τίποτα; Σηκώνει το στομάχι τους ακόμα ένα ποτηράκι φρίκη; Κατά βάθος ξέρω την απάντηση: δεν αισθάνονται και πολλά. Απλώς πηγαινοέρχονται. Χωρίς να σχεδιάζουν παραπέρα βήματα, μετρώντας τα ψιλά τους, αδειάζοντας τα πατάρια τους και, κάτι αδέσποτες στιγμές, με τα χέρια στην πρόταση αγγίζοντας τη γραμμή του ορίζοντα. Γιατί τι άλλο σου μένει να είσαι εκτός από αισιόδοξος;

Υπήρχαν εποχές που νιώθαμε βέβαιοι και ικανοί για όλα, ακόμα και για τα πιο επικίνδυνα ή τα πιο ανέφικτα. Τώρα δεν είναι έτσι. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο, κομμένες οι μαγκιές και τα δώρα, θα πρέπει να είσαι πολύ γενναίος για να τινάξεις πίσω το κεφάλι και να πεις θα το πάω το καράβι, ας το λένε οι άλλοι Τιτανικό, το δικό μου είναι μια βαρκούλα σαν της Μανταλένας, μ’ αυτή τη βαρκούλα θα βγω σε λιμάνι – με μια τέτοια η Αλίκη δεν πήρε μέχρι και βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου; Σκέψου εσύ που δε θες και να δοξαστείς.

Η δύναμή μας πεινάει, κανείς δεν την ταΐζει, αν συνεχίσει έτσι θα τα φτύσει. Ζωή σε χαμηλή φωτιά, κινδυνεύεις να την ξεχάσεις στο μάτι, να σου αρπάξει και να βρεθεί ξαφνικά καμένη. Τουλάχιστον έχουμε κυβέρνηση. Με τα πολλά (λόγια μες στη φτώχεια) «το σχήμα της επιτέλους σχηματοποιήθηκε», που έλεγε και μία κακοχτενισμένη πολιτική ρεπόρτερ σε μεγάλο κανάλι λίγο πριν την ορκωμοσία των σαράντα παλικαριών από τη Λιβαδειά και άλλες περιφέρειες. Ανακουφίστηκες; Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά. Ίσως λίγο, αν είχες βαρεθεί (που είχες, δε μπορεί, όσο ΠΑΣΟΚ κι αν είσαι) τους λοβέρδους και τους χρυσοχοϊδηδες. Πλην το σταρ σύστεμ, ακόμη κι αν ψυχομαχά, δε λέει ν’ αποδημήσει έτσι εύκολα. Ως εκ τούτου, να ‘μαστε πάλι εδώ στυλιανίδηδες, παναγιωτόπουλοι και άλλοι, χωρίς φίρμα το μαγαζί δεν δουλεύει, ποιος θα κρατήσει το πρόγραμμα ξημερώματα, ποιος θα ξυπνήσει τους παρκαδόρους να μας βάλουνε για ύπνο; Θέλει και το γαρύφαλλο τη σωστή μπουτονιέρα για να σταθεί, όχι, πες μου: έχεις δει καλύτερα κοστούμια απ’ του Αβραμόπουλου; Κάθεσαι τώρα κι αναρωτιέσαι για το πρόγραμμα και για την επιτυχία της περιοδείας τους στην Ευρώπη. Εσύ απ’ την κερκίδα σου κι ο πολύγλωσσος ΣΥΡΙΖΑ με την Έλενα Κουντουρά απ’ τα έδρανα της μαχητικής αντιπολίτευσης. Που ευτυχώς που βγήκε κι η Κουντουρά κι όλο κι ένα λινό ταγέρ θα σκάσει μύτη ανάμεσα σε τόσες γραβάτες, αφού η Εύα Καϊλή δεν τα κατάφερε. Θα μείνει τώρα μόνη στην ανήλιαγη κουζίνα της γεμίζοντας πιπεριές και τομάτες, ξεχνώντας μονίμως το δυόσμο αλλά δεν πειράζει, εδώ τόσα και τόσα ξεχνιούνται δεν θα το κάνουμε θέμα για ένα μυριστικό, ασχέτως που μας έχει σπάσει τα ρουθούνια η μπόχα τόσων χρόνων. Μετά, θα κάτσουμε όλοι, εκλεγμένοι, ατυχήσαντες και ψηφοφόροι, σε αχυρώνες και αυλές, γύρω απ’ τη σακατεμένη φορμάικα να φάμε το λαδερό σε θερμοκρασία δωματίου, μιας και τα γεμιστά τρώγονται πάντα χλιαρά κι ακόμα καλύτερα την επόμενη μέρα. Σε αντίθεση με την εκδίκηση που είναι ένα πιάτο που τρώγεται πάντοτε κρύο αλλά εδώ δεν είμαστε να εκδικηθούμε, εκείνο που επείγει είναι να ζήσουμε. Και να ξαναεμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον γιατί από κάτι άλλους μην περιμένεις.

Έτσι θα περάσει το καλοκαίρι: σαν σε αναρρωτήριο και με την απειλή της υποτροπής πάντα παρούσα. Βλαστημώντας που πάλι ξέχασες να πάρεις φίλτρα για την καφετιέρα, ρίχνοντας λάθος σκουπίδια στους κάδους της ανακύκλωσης και πέφτοντας κάθε τόσο στις ανατιναγμένες πλάκες της Τσιμισκή και άλλων αυτοκρατορικών οδών της σεβαστής συμπρωτεύουσας. Θα σηκώνεσαι μετά σακατεμένος, γόνατα κι αστράγαλοι μπλαβιασμένα, και θα τα βάζεις με το Δήμο που ολιγωρεί. Αλλά ο Δήμος δεν έχει λεφτά, στο ‘χει ξεκαθαρίσει, με το ζόρι τα τσιγάρα του και τα εισιτήρια μέχρι Επανωμή για καμιά βουτιά και καλά θα κάνεις να μην τον πολυζαλίζεις γιατί δε θα σε ξαναπάρει τηλέφωνο. Όταν έχει – και συμπληρωθεί ο σωστός αριθμός θυμάτων, εννοείται -, όχι μόνο θα στρώσει τις κατεστραμμένες πλάκες αλλά θα σου κάνει δώρο κι ένα καινούργιο πεζοδρόμιο, να βγαίνεις τ’ απογεύματα να παίζεις κουτσό μ’ ένα ήδη ανάπηρο μέλλον.

Του Άκη Δήμου

Πηγή : parallaximag.gr