Photo: Heartlover1717

Μια παράγραφος απ’ το χθεσινό άρθρο του Θανάση Σκόκου στο protagon σχετικά με το «εκλογικό» επίδομα των υπαλλήλων της Βουλής έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για την «αιτιολόγηση» αυτής της παραφροσύνης, από εργαζόμενο.

Λέει, λοιπόν, ο καλός υπάλληλος: «Όπως ξέρεις στη Βουλή, ούτε εγώ ούτε κανένας από όσους γνωρίζω, μπήκαμε με κλήρωση ή εξετάσεις. Μπήκαμε γιατί κάποιο κόμμα, κάποιος βουλευτής μεσολάβησε. Αυτή η εξάρτηση μας συνοδεύει και στη δουλειά μας. Πράγματι θα ήταν παράλογο να παίρναμε επίδομα εκλογών για την δουλειά μας σε μια Βουλή χωρίς βουλευτές. Κάθε εκλογές όμως ξεπατωνόμαστε γιατί απλούστατα εργαζόμαστε πολλές ώρες στα κομματικά γραφεία και στα επιτελεία βουλευτών και κομμάτων. Σαν άτυπη αποζημίωση λοιπόν αυτών των υπηρεσιών μας θεσπίστηκε το διχίλιαρο. Ο Πολύδωρας με τα παζάρια φέτος το έκανε πεντακοσάρικο. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα της εξάρτησης στο δημόσιο. Το ξέρω γιατί την έχω ζήσει σε άλλο φορέα.

Υπέγραψα ως συμβασιούχος στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ3 το 2003, επί ημερών ΠΑΣΟΚ. Είχα αρκετή άνεση ώστε να πάω μόνη μου σε επικεφαλής και να του πω ότι θα ήθελα να είμαι στο δημόσιο ραδιόφωνο. Με δέχτηκε. Οι πρώτες μου μέρες ήταν η ανακάλυψη ενός νέου κόσμου. Ένιωθα ένα κλίμα καχυποψίας και ψιθύρου να με συνοδεύει, κλίμα που συμπυκνωνόταν στην απορία: «Αυτήν ποιος την έφερε εδώ;»

Σύντομα ανακάλυψα ότι η συντριπτική πλειοψηφία είχε «κάποιον» που τον είχε «φέρει». Βουλευτή, πολιτευτή, δήμαρχο, στέλεχος, διευθυντάδες και προϊσταμένους. «Κάποιος» τους είχε «βάλει» και αυτός ο «κάποιος» κατά κανόνα τους φρόντιζε κιόλας. Το παραδέχονταν οι ίδιοι οι συνάδερφοι, δεν λέω κάτι καινούργιο. Μάλιστα, ήταν σε γενικές γραμμές γνωστό ποιος είχε «φέρει» ποιον. «Καλά, δεν το περίμενες;» θα ρωτήσετε. Όχι σε τέτοιο βαθμό. Στα απαιτητικά επαγγέλματα του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, όπου το «προϊόν» απαιτεί διάθεση για είναι καλό, θεωρώ τελείως παράλογο να εργάζεται κάποιος ο οποίος θα μπορούσε, αντί για την τηλεόραση να είναι υπάλληλος του ΙΚΑ. Ναι, υπάρχουν εργαζόμενοι οι οποίοι ζήτησαν δουλειά κι ο βουλευτής τους έβαλε στην ΕΡΤ. Τόσο απλά.

Υπάρχει, φυσικά, πολύς κόσμος που κάνει τη δουλειά του με ευσυνειδησία, μεράκι, έχει εξαιρετικά προσόντα και κρατά ψηλά το επίπεδο. Όμως, οι ίδιοι άνθρωποι σε ένα ιδιωτικό μέσο θα μεγαλουργούσαν. Στο δημόσιο μπορείς απλά να συντηρείς μια κατάσταση. Είναι πολύ δύσκολο να καινοτομήσεις ή να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα που προτιμά την αργή κίνηση.

Όταν πλησίαζαν οι εκλογές του 2004, υπήρξε έντονη αναστάτωση. Όλοι κοιτούσαν το διπλανό τους μη τυχόν κι αυτός είναι ευνοημένος απ’ την νέα κυβέρνηση που αναμενόταν να υπάρξει στη χώρα. Το τι συνέβη μετά από εκείνες τις εκλογές, δεν θέλω καν να το σχολιάσω, θα ήθελα μόνο να πω ότι παραδόξως οι νικητές υπήρξαν λιγότερο μικρόψυχοι από τους ηττημένους.

Τον Ιούλιο του 2004 ψηφίστηκε το προεδρικό διάταγμα 164, γνωστό ως «διάταγμα Παυλόπουλου», με βάση το οποίο θα μετατρέπονταν σε αορίστου χρόνου οι συμβάσεις του δημοσίου, εφόσον πληρούνταν κάποιες προϋποθέσεις. Προσωπικά, δεν τις πληρούσα, μου έλειπαν κάποιοι μήνες προϋπηρεσίας. Ουκ ολίγοι συνάδερφοι με συμβούλεψαν να «κάνω τα χαρτιά μου». «Ρε παιδιά, αφού δεν έχω τις προϋποθέσεις» έλεγα. Πίστευαν ότι τους κορόιδευα, ότι θα ήταν αδύνατο να μην έχω κάποιο μέσο για να παρακάμψω μια τόσο ενοχλητική λεπτομέρεια. Υποθέτω ότι αν ήθελα, θα είχα. Όχι ένα, δεκάδες. Άκουσα για ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου μια τόση δα παρατυπιούλα δεν στάθηκε ικανή να τους κόψει το δρόμο για τη «σιγουριά» του δημοσίου. Έτσι, έμεινα συμβασιούχος με μια μικρή διακοπή –επί ΝΔ- την οποία, επίσης, θα μπορούσα να αποφύγω εάν χρησιμοποιούσα μέσο. Σε εκείνη την περίπτωση επενέβη η ΕΣΗΕΜΘ, διεκδικώντας και επιτυγχάνοντας την επιστροφή όλων των μελών της οι συμβάσεις των οποίων είχαν διακοπεί.

Απ’ το 2009, με το ξέσπασμα της κρίσης, δε με χωρούσε ο τόπος στην ΕΡΤ3. Θεωρούσα ότι είμαι πολυτέλεια, ότι δεν υπάρχει λόγος να με πληρώνει κι εμένα το δημόσιο σε μια τέτοια συγκυρία από τη στιγμή που διαθέτει τόσο προσωπικό κι εργάζεται κι εγώ έχω κι άλλη δουλειά. (Τότε είχα, όχι τώρα). Σε όσους συναδέρφους το είχα πει, με κοιτούσαν σαν να είμαι τρελή. «Τι σε νοιάζει; Δεν τα θες τα λεφτά;» με ρωτούσαν. Φυσικά και τα ήθελα, αλλά θεωρούσα ότι είναι πιο σημαντικό να γίνουν περικοπές στο δημόσιο κι ότι λογικά θα άρχιζαν από περιπτώσεις σαν τη δική μου. Έτσι κι αλλιώς, συμβασιούχος ήμουν χωρίς πιθανότητα μονιμοποίησης και κάποτε θα έληγε η σύμβαση, δεν πίστεψα ποτέ ότι θα γεράσω ως συμβασιούχος στην ΕΡΤ3.

Τον Ιούνιο του 2010 έληγαν οι περισσότερες συμβάσεις και ανακοινώθηκε ότι οι επόμενες που θα συναφθούν θα είναι πολύ λιγότερες, θα υπάρχει επιτροπή αξιολόγησης αλλά κι ότι οι αμοιβές θα ήταν πολύ υψηλότερες. Να σημειωθεί ότι το 2010 έπαιρνα τα ίδια χρήματα με το 2003 (νομίζω ότι ήταν το ελάχιστο που πλήρωνε η ΕΡΤ3). «Έκανες τα χαρτιά σου;» με ρωτούσαν συνάδερφοι. Όχι, δεν τα έκανα. Για το λόγο που εξήγησα παραπάνω κι επειδή φοβόμουν ότι θα χρειαστεί να «μιλήσω», να βάλω μέσο, είτε εντός είτε εκτός ΕΡΤ. Όχι επειδή δεν είχα, αλλά επειδή το θεωρούσα ανέκαθεν και το θεωρώ ακόμη υποτιμητικό. Και για μένα, και γι αυτόν απ’ τον οποίο θα το ζητήσω.

Και για έναν ακόμη λόγο: για να μπορώ να γράφω επώνυμα αυτό το κείμενο και να μην έχω την εξάρτηση που συνοδεύει στη δουλειά του τον καλό υπάλληλο της Βουλής, τα λόγια του οποίου παραθέτω στην αρχή του κειμένου. Όχι μόνο στη δουλειά μου, αλλά και στη ζωή μου. Διότι εάν γίνεις μια φορά ρουσφέτι, μπορεί να χρειαστεί να μείνεις για πάντα ρουσφέτι.

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή: protagon.gr