Τον Ιούνιο του 1978 η Θεσσαλονίκη εκτεινόταν από τη Νέα Ελβετία µέχρι τη Σταυρούπολη. Η Πυλαία ήταν ένα χωριό από όπου παίρναµε φρέσκα αυγά και το Πανόραµα µαζί µε τις παραλίες του Θερµαϊκού τόποι εξοχικής διαµονής και κυριακάτικης εκδροµής. Τα καταστήµατα ήταν κυρίως στην Εγνατία και τα πέριξ, ενώ στην Αγίας Σοφίας εκτεινόταν η καλή αγορά της πόλης, από όπου µας ψώνιζαν ρούχα το Πάσχα οι νονές. Λευκά παπούτσια κυρίως.

Ο Ιούνιος κυλούσε µε Μουντιάλ και εµείς οι µικρότεροι, σε µια γειτονιά της Τούµπας µε µονοκατοικίες, παίζαµε έξω ως αργά, καθώς τα σχολεία είχαν κλείσει. Τη νύχτα της εικοστής Ιουνίου τη θυµάµαι σαν τώρα και ας πέρασαν τριάντα χρόνια. Οι προειδοποιητικές δονήσεις είχαν αρχίσει µέρες πριν, αλλά κανείς δεν περίµενε τόσο µεγάλο σεισµό. Πρέπει να ήταν έντεκα το βράδυ όταν άρχισε πρώτα εκείνο το υπόκωφο σάουντρακ και μετά το πέρα δώθε.

Και ταυτόχρονα τα ουρλιαχτά από γυναίκες κυρίως µόνες, µια Ζουµπουλιά έµενε απέναντι και πετάχτηκε µε το κοµπινεζόν, γλάστρες που έπεσαν, µάρµαρα που ξεκόλλησαν και µετά βουβαµάρα. Η νύχτα µετά, στην αλάνα του γηπέδου του ΠΑΟΚ, έµοιαζε µε σουρεαλιστικό πανηγύρι. Ο καθένας πήρε µαζί ό,τι πρόλαβε να αρπάξει. Ένα τρανζίστορ να ακούµε τα νέα, µια κουβέρτα, ένα µπουκάλι ούζο. Και φακούς.

Άγριο πράγµα οι πρώτες ώρες και παράξενο µαζί. Άνθρωποι στη γειτονιά, παρεξηγηµένοι για χρόνια, άρχισαν να µιλάνε και πάλι. Όλοι αλληλέγγυοι. Απέναντι σε τι; Σε µια αόρατη απειλή. Όσα ακολούθησαν εκείνο το καλοκαίρι στην πόλη τα θυµάµαι µαγικά. Ατέλειωτες βόλτες µε το λεωφορείο 12/27, που πήγαινε από την Τούµπα στη Σταυρούπολη, διασχίζοντας την πόλη και βλέποντας τις ζηµιές. Κόσµο να κοιµάται για καιρό στις σκηνές και ερωτικά βογκητά µέσα στη νύχτα από διπλανά αντίσκηνα. Τα δωρεάν τηλέφωνα που είχε εγκαταστήσει ο ΟΤΕ στις κολώνες της γειτονιάς εξαιτίας της βλάβης που προκλήθηκε στο κέντρο της Παπάφη και τις ατέλειωτες φάρσες σε γνωστούς και άγνωστους. Τα πράσινα, κίτρινα και κόκκινα αυτοκόλλητα έξω από τις πόρτες των σπιτιών µας. Και κάτι Γιουγκοσλάβους, Σκοπιανοί ήτανε, απλά τότε δεν υπήρχε το γνωστό θέµα, να περπατάνε τα Σαββατοκύριακα πάνω κάτω την Τσιµισκή και να κοιτάζουν τα συντρίµια της πολυκατοικίας του Νίκου. Στις βιοτεχνίες που υπήρχαν σε κάθε τετράγωνο οι γυναίκες έκαναν διάλειµμα το µεσηµέρι για ύπνο.

Η πόλη εκείνου του καλοκαιριού είχε ακόµη κάτι το αθώο. Ίσως ήταν το τελευταίο αθώο της καλοκαίρι. Πολύ σύντοµα οι γειτονιές άλλαξαν όψη, χτίστηκαν στέρεες και άχαρες οικοδοµές, εµείς κλειστήκαµε σιγά σιγά µέσα και τα βογκητά µεταφέρθηκαν, τα καλοκαίρια, από τις αλάνες στους φωταγωγούς και µετά σταµάτησαν εντελώς. Η αντιπαροχή έγινε σύντοµα εφιάλτης, η Εγνατία ερήµωσε, η Αγίας Σοφίας έγινε µπανάλ, τα λευκά παπούτσια σταµάτησαν να αγοράζονται πια, γιατί τα παιδιά όλα τα θέλουν µαύρα, χοντροκοµµένα.

Και αυτό το καλοκαίρι, τριάντα χρόνια µετά, οι Βαλκάνιοι που έρχονται τα Σαββατοκύριακα, έρχονται για να ψωνίσουν επώνυµα ρούχα και να δουν καµιά βίλα στη Χαλκιδική. Οι βιοτεχνίες που ήξερα έχουν κλείσει όλες και οι γυναίκες καριέρας γυρίζουν το βράδυ σπίτι, µόνες και µε κατάθλιψη. Το καλοκαίρι του σεισµού τέλειωσα το δηµοτικό. Μια βδοµάδα µετά την αποφοίτηση, το δηµοτικό σχολείο που τέλειωσα, το 88ο στον Άγιο Θεράποντα, γκρεµίστηκε από το σεισµό, µαζί µε την αθωότητα µας.

Στις 20 Ιουνίου 1978, στις 11 περίπου το βράδυ, ισχυρός σεισμός μεγέθους 6,5 Ρίχτερ, ταρακούνησε την πόλη επί 10 δευτερόλεπτα. Το επόμενο πρωί o φρικτός απολογισμός ήταν: 49 νεκροί -29 εκ των οποίων στην πολυκατοικία της πλατείας Ιπποδρομίου- 220 τραυματίες και περίπου 800.000 άστεγοι. Το ρολόϊ στη Στοά Μαλακοπή σταμάτησε για πάντα σε εκείνη την τρομερή ώρα.

Τις επόμενες μέρες καταγράφηκαν : 3.170 (4,5%) κτίρια με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες, (κόκκινα) 13.918 (21,0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες, (κίτρινα) και 49.071 (74,5%) κτίρια χωρίς βλάβες (πράσινα).

Πηγή: parallaximag.gr