Το απόγευμα του Σαββάτου 6 Νοεμβρίου 2021 βρέθηκα στην σκηνή του θεάτρου του Χώρου Τεχνών Βέροιας, όχι για να «παίξω» αλλά για να συμμετάσχω ως «ενεργός θεατής» στην παράσταση «Πέντε Σιωπές» της Σήλα Στήβενσον, που «ανεβάζει» το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας.

 

Ήδη πολλές και καλές κριτικές έχουν γίνει για την παράσταση και ίσως γραφτούν κι άλλες. 

Η δική μου – λιτή – κριτική θα είναι σύντομη, διότι τα πολλά λόγια περισσεύουν πια: 

Πρόκειται για μια ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ παράσταση, με κείμενο «δυνατό» και υπέροχες ερμηνείες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι στο σύνολο της η παράσταση είναι όντως μια «γροθιά στο στομάχι». Πρόκειται για μια παράσταση που θα έπρεπε να την δουν όλοι. Τόσο για τα μηνύματα που εκπέμπονται, όσο και για να αναμετρηθεί ο καθένας με την συνείδησή του. Ναι, είναι ένας καθρέφτης (έστω μεγεθυντικός) που καλείται ο θεατής να κοιτάξει βαθιά μέσα του. 

Μοναδικός ο Πέτρος Μαλλιάρας στον ρόλο του Μπίλυ, ανεπανάληπτη η Μάγδα Πένσου στον ρόλο της Μαίρης, καθηλωτικές η Σταυρούλα Κουλούρη στον ρόλο της Σούζαν και η Μαρία Νεφέλη Παρασκευοπούλου στον ρόλο της Τζανέτ. 

Εξαιρετικοί όμως και οι: 

Κωστής Ζήνδρος (υπαστυνόμος),  

Φανή Κονδάρα (ψυχίατρος – αστυνομικός), 

Κωνσταντίνος  Ντομουχτσής (ψυχίατρος), 

Όλγα Παπαδοπούλου (δικηγόρος), 

Τάσος Κουτσάμπασης (δικηγόρος) και 

Κατερίνα Γρηγοριάδου (Κοινωνική Λειτουργός). 

Όλα αυτά, υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια και έμπνευση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και σκηνοθέτη της παράστασης, Γιάννη Παρασκευόπουλου

Είναι μεγάλη η τιμή και η τύχη για την Βέροια που ένας τέτοιος άνθρωπος και καλλιτέχνης υπηρετεί το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο της πόλης…

***

Παρακολουθώντας το έργο ένοιωσα την ανάγκη να “συνεχίσω” την ιστορία, διότι είδαμε τι έλεγαν, ένοιωθαν και έκαναν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά δεν μάθαμε την στάση της “πέμπτης σιωπής”, των γειτόνων…  

Ένας «γείτονας», λοιπόν, θα μπορούσε να είχε δηλώσει τα παρακάτω στους δημοσιογράφους ή την αστυνομία:

Τον Μπίλυ και την οικογένειά του, δεν τους ήξερα καλά. Περίεργοι άνθρωποι θα έλεγα. Βασικά, την γυναίκα του και τις κόρες του δεν τις έβλεπα και πολύ, αλλά φαινόταν φοβισμένα πλάσματα. Ποιος ξέρει, ίσως με το ποτό και τον χαρακτήρα του ο Μπίλυ να τις είχε σε καθεστώς φόβου. Ε, εντάξει, μερικές φορές άκουγα και μερικές κραυγές, αλλά ξέρεις τώρα, που να μπλέκεις. Στην γειτονιά τα κουτσομπολιά ήταν πολλά, αλλά πάντα έτσι είναι στις γειτονιές. Ο ένας έλεγε ότι μπεκροέπινε και τις βασάνιζε, άλλος ότι τις είχε κλεισμένες μέσα από ανασφάλεια και φόβο, άλλοι έφτασαν στο σημείο ότι αυτός είναι ικανός να βιάζει τα ίδια του τα παιδιά. Σωπάτε ρε παιδιά, γίνονται αυτά τα πράγματα; Αυτά είναι άρρωστα πράγματα. Βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, δεν φαίνεται να στέκει στα καλά του ο γείτονας. Εδώ που λέμε δεν θα μου έκανε εντύπωση αν άκουγε ότι κακοποιούσε τα παιδιά του, για να είμαι ειλικρινής. Ελπίζω να μην είναι έτσι, θα ήταν πολύ κρίμα για τις δύστυχες. 

Θυμάμαι τον πρώτο καιρό την Μαίρη, την γυναίκα του Μπίλυ. Πολύ όμορφη κοπέλα, γεμάτη όρεξη για ζωή. Αν και στο βλέμμα της έβλεπα μια μελαγχολία. Συνήθως χαμογελούσε, τον αγαπούσε πολύ τον άντρα της. Με τον καιρό είδα τα πράγματα να αλλάζουν. Η καημένη άρχισε να μαραζώνει, σταμάτησε να βγαίνει στην γειτονιά. Καμιά φορά ερχόταν και σπίτι μου για καφέ με την δική μου γυναίκα. Δεν την ήξερα καλά, αλλά φαινόταν καλή κοπέλα. Λίγο καιρό μετά, αυτά τα πάρε δώσε σταμάτησαν. Ίσως ήταν τα παιδιά που άρχισε να κάνει, ποιος ξέρει. Μπορεί να μην ήταν και καλά ψυχολογικά η κοπέλα. Δεν το έψαξα παραπάνω, δεν μου έπεφτε λόγος βλέπετε. 

Οι κόρες του Μπίλυ, η Σούζαν και η Τζάνετ, ήταν όπως είπα και πριν ήσυχα κορίτσια. Σαν φοβισμένα να πω, σαν κάτι να τα κρατούσε από την χαρά, σαν να είχαν κατάθλιψη, δεν ξέρω. Φυσικά δεν τις ρώτησα ποτέ τι έχουν, θα ήταν απρέπεια από μέρους μου. Άλλωστε τα παιδιά πλάθουν και πολλές ιστορίες με το μυαλό τους, πως μπορείς να είσαι σίγουρος; Φίλους δεν είχαν πάντως, δεν είδα ποτέ κανέναν να τους επισκέπτεται, ούτε να πηγαίνουν και σε καμία επίσκεψη. Μάλλον θα ήταν πολύ δεμένη οικογένεια και να τους έφτανε η αγάπη που είχαν μεταξύ τους. Τώρα αν αυτή η αγάπη ξέφευγε από τα όρια που εμείς λέμε «φυσιολογικά», δεν ξέρω. Άλλωστε το τι κάνει ο καθένας στο σπίτι του είναι δικό του θέμα. Μεγάλοι άνθρωποι είναι. Και αν είχαν πρόβλημα ας πήγαιναν στην αστυνομία, σίγουρα θα έβρισκαν βοήθεια. Για να μην πήγαν, λογικά όλα καλά θα ήταν. Μικροπροβλήματα έχουν όλες οι οικογένειες. 

Για τον φόνο δεν άκουσα και πολλά πράγματα. Τα συνηθισμένα, όπως σχεδόν κάθε βράδυ έγιναν και εκείνο το βράδυ. Ο Μπίλυ τύφλα στο μεθύσι να σέρνεται μέχρι να μπει στο σπίτι, μερικές φωνές και κανένα σπάσιμο υαλικών, κλάματα, τσιρίδες, αυτά, όχι κάτι που δεν είχα ξανακούσει και παλαιότερα. Ξαφνικά ακούστηκε ένα «μπαμ» και μετά από λίγο ακόμα ένα. «Την έφαγε ο μπάσταρδος», σκέφτηκα, καθώς ήμουν σίγουρος ότι αυτός σκότωσε τη γυναίκα του και μετά αυτοκτόνησε. Μετά όμως σκέφτηκα πως ίσως σκότωσε την γυναίκα του, μετά την πρώτη κόρη και έστησα αυτί, περιμένοντας να ακούσω και έναν τρίτο πυροβολισμό, για την μικρή του κόρη. Δεν ακούστηκε ποτέ. Μετά από λίγη ώρα μαζεύτηκε αστυνομία έξω από το σπίτι και μάθαμε ότι τελικά οι γυναίκες σκότωσαν τον Μπίλυ. «Πάλι καλά θα ήταν κρίμα για τις γυναίκες να πέθαιναν έτσι», ψιθύρισα και συνέχισα να διαβάζω την εφημερίδα μου. 

Βλέπετε, είχα αφήσει στη μέση ένα άρθρο για ένα στυγερό έγκλημα στην πρωτεύουσα. Μία μάνα και η μικρή της κόρη δολοφονήθηκαν άγρια με πολλαπλές μαχαιριές από τον σατράπη σύντροφό της. «Καλά», σκέφτηκα, «δεν μπορεί, θα είχε δείξει σημάδια βίαιης συμπεριφοράς αυτός ο άντρας, δεν βρέθηκε ένας από την γειτονιά να τον καταγγείλει στις αρχές; Πως κατάντησε έτσι ο κόσμος, Θεέ μου».

Μετά από αυτά, άναψα την πίπα μου και αποκοιμήθηκα ανάλαφρος στον καναπέ, μπροστά στο τζάκι. 

//

Πηγή