Την Παρασκευή 6 Αυγούστου 2021 το πρωί ο  Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον πανηγυρίζοντα Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Νάουσας. 

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Μητροπολίτης ευλόγησε τα σταφύλια, κατά το εκκλησιαστικό έθιμο.

Ο Μητροπολίτης κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Ἐγέρθητε … οἱ συγ­κάμ­πτοντες εἰς γῆν τήν ψυ­χήν μου λογισμοί· ἐπάρθητε καί ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀνα­βά­σε­ως».

Μέ αὐτά τά λόγια ἀ­πευ­θύνεται ὁ ποιητής τοῦ Οἴ­κου τῆς σημερινῆς ἑορ­τῆς τῆς Μεταμορ­φώ­σε­ως τοῦ Κυρίου πρός τούς λογισμούς του καί τούς προτρέπει νά παύ­σουν νά κρατοῦν τήν ψυ­χή του στραμμένη πρός τή γῆ, καί νά ἀρ­θοῦν καί αὐτοί στό ὕψος τῆς θείας ἀναβά­σεως· νά ἀνεβοῦν στό Θαβώρ γιά νά δοῦν καί νά αἰσθανθοῦν τό θαῦ­μα πού ἐπιτελεῖται σή­με­ρα.

Ἡ ἀναφορά τοῦ ἱεροῦ ὑμνογρά­φου στούς λο­γι­σμούς, στόν νοῦ δηλα­δή καί τή σκέψη τοῦ ἀν­­θρώ­που, δέν εἶναι τυ­­­­­­χαία, διότι αὐτοί προσ­­­διορίζουν ὄντως τίς περισσό­τερες φορές τόν τόπο στόν ὁποῖο βρί­σκεται ἡ ψυχή καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο συμπεριφέρεται. 

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπο­ρεῖ νά βρί­σκεται μέ τό σῶμα στή φυλακή ἤ νά ὑφίσταται βα­σανιστή­ρια, ἡ ψυ­χή του ὅμως μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύ­θερη καί νά βρί­σκε­ται κοντά στό Θεό. Ἀν­τί­θετα πάλι, μπορεῖ τό σῶ­μα του νά βρί­σκε­ται στόν ναό τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή του ὅμως νά εἶναι ἀποῦσα καί μακριά ἀπό τόν ἱερό χῶ­ρο στόν ὁ­ποῖο βρί­σκεται τό σῶ­μα του, γιατί ὁ λο­γισμός εἶ­­ναι αὐ­τός πού τήν κρα­τᾶ μακριά ἀπό τόν τό­πο στόν ὁποῖο βρί­σκε­ται. 

Καί ὅπως ὁ νοῦς εἶναι αὐτός πού καθορίζει τόν τόπο στόν ὁποῖο βρί­­σκεται ἡ ψυχή, ἔτσι καί ἡ ψυχή προσδιο­ρί­ζει αὐτό πού βλέπει καί αἰσθάνεται τό σῶμα.

Αὐτό συμβαίνει καί σή­­μερα ἐπά­νω στό ὄρος Θαβώρ, ὅπου ἀνῆλθε ὁ Χριστός μέ τούς τρεῖς μα­θητές του.

Τόν ἔβλεπαν τόν Χρι­στό οἱ μαθη­τές του κα­θη­μερινά, ἀλλά ἔβλε­παν τήν ἀνθρώ­πι­νη φύ­ση του, χωρίς ἡ ψυ­χή τους νά εἶναι ἱκα­νή νά δεῖ τά σημάδια τῆς θεί­ας του φύσεως. Καί σή­με­ρα συμβαίνει κά­­τι μο­­­ναδικό· ὁ Χρι­στός τούς δίνει τή δυ­να­­τό­τη­τα νά δοῦν τό φῶς καί τή λάμψη τῆς θεό­τητός του, νά λά­βουν πρό­γευ­ση τῆς δόξης του, νά αἰ­σθανθοῦν πῶς θά εἶ­ναι καί τό θεωμένο ἀν­θρώ­πι­νο σῶμα μετά τή δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου μας.

Καί ἦταν τόσο μοναδι­κή καί τόσο γλυκεία αὐ­­­­τή ἡ ἐμπειρία πού βί­ω­σαν οἱ μαθητές, ὥστε, ὅταν συνῆλ­θαν ἀπό τήν ἔκπληξη καί τό θάμ­βος, ζητοῦν νά μείνουν ἐκεῖ, ἐπά­νω στό ὄρος Θαβώρ, γιά νά ἀπο­λαμβάνουν τή θέα τῆς δόξης τοῦ Θε­ανθρώπου καί νά ζοῦν τή γλυ­κύτητα τῆς θείας παρουσίας του.

Γι᾽ αὐτό δέν εἶναι μόνο ὁ Χριστός πού μετα­μορ­φώ­νεται στό ὄρος Θα­βώρ, εἶναι καί οἱ ἀπό­στο­λοι πού ζοῦν τή δι­κή τους μετα­μόρ­φωση. Γίνονται θε­α­τές τοῦ θεί­ου φωτός καί τῆς θείας δόξης καί ζοῦν καί αὐτοί τήν κα­λή ἀλ­λοίωση τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θεοῦ. 

Οἱ τρεῖς μαθητές δέν κατεβαί­νουν ἀπό τό ὄ­ρος τῆς Μεταμορ­φώ­σεως ὅπως ἀνέβηκαν, γιατί δέν εἶ­ναι δυ­νατόν κανείς νά ἀξιωθεῖ, ἔστω καί γιά λίγο, αὐτή τή χάρη καί νά παρα­­μεί­νει ἴδιος. Δέν εἶναι δυνα­τόν νά αἰ­σθανθεῖ κα­νείς τήν ἡδονή τῆς θείας παρου­σίας καί νά ἐπιθυ­μεῖ στή συνέχεια τήν ἀσχή­μια καί τήν εὐ­­τέλεια τῶν ὑλικῶν πραγμά­των. 

Ἡ ψυχή τοῦ ἀν­θρώ­που πού ἔχει ἀγ­γί­ξει τά κράσπεδα τοῦ οὐ­ρανοῦ, ἀντιλαμβάνεται τήν πραγματική ὀμορ­φιά καί τήν πραγματική δό­ξα γιά τήν ὁποία ἔχει πλά­σει ὁ Θεός τόν ἄν­θρωπο· ἀντιλαμβάνεται ὅτι τίποτε «τῶν τοῦ κό­σμου τερπνῶν» δέν μπο­­ρεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν ὡραιότητα καί τή λαμπρότητα τήν ὁποία ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους πού πι­στεύουν σέ αὐ­τόν καί «ἀκούουν» τοῦ Υἱοῦ του. 

Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώ­που πού ἔχει ζήσει τό βί­ωμα τῆς Μεταμορφώ­σεως ἀρχίζει νά ἀνα­ζη­τᾶ περισ­σό­τερο τόν Θεό, ἀρχίζει νά εὐ­φραί­νεται περισσότερο ἀπό τήν παρου­σία του, ἀρ­χίζει νά μήν εἶναι ἱκα­νο­ποιημένη ἀπό τή γῆ καί τήν ὕλη, τά τα­πει­νά καί ἐφήμερα, καί στρέ­φε­ται εὐκολότερα στόν Θεό, ἀπε­λευ­θερωμένη ἀπό τούς λογισμούς, πού τήν κρατοῦν δε­σμευ­μένη στή γῆ, ὅπως γράφει καί ὁ ἱερός ὑμνο­γρά­φος.

Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς πού ἀξιωνό­μεθα σάν τούς μαθητές τοῦ Κυρίου νά ζή­σουμε μέ­σα στή Ἐκκλησία καί διά τῶν μυστηρίων της τό θαῦμα τῆς Μεταμορ­φώ­σεως, ἄς μιμηθοῦ­με τό παράδειγμα τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Κυρίου, καί ἄς προσπαθήσουμε νά ζοῦμε τήν ἐμπειρία τῆς Μετα­μορφώσεως διαρ­κῶς στή ζωή μας, στρέ­φο­ντας τήν προσοχή μας ἀπό τά ἁμαρτωλά στά ἅγια καί ἀπό τά γήι­να στά οὐράνια. 

Ἄς φροντίσουμε πε­ρισ­­σό­τερο νά με­τα­­μορ­­­φώ­σουμε μέ τή χά­ρη τοῦ Θεοῦ τήν ψυχή μας, παρά νά μετα­μορ­φώσουμε μέ τά μέ­σα πού προσ­φέρει ἡ σύγχρονη ἐποχή τό σῶ­μα μας. Γιατί αὐτό εἶναι φθαρ­­τό, ἐνῶ ἡ ψυχή μας εἶ­ναι αἰώ­νια, καί ἡ δι­κή της μετα­μόρ­­φωση θά μᾶς ἐξα­σφαλίσει τήν αἰώνια ζωή, ἐκεῖ ὅπου «οἱ δί­καιοι ἐκλάμ­ψου­σιν ὡς ὁ ἥλιος», ὅπως ὁ ἐν τῷ ὄρει Θαβώρ με­τα­μορ­­φωθείς Χριστός.

Εἶναι στό χέρι μας, γιατί ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία καί τή δυνατότητα νά ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στή θεία Λειτουργία αὐτό τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως καί νά μεταμορφωνόμεθα καί ἐμεῖς, ἰδιαίτερα ὅταν λαμβάνουμε Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τόν Χριστό. Ἔχουμε τό ἴδιο σῶμα καί τό ἴδιο αἷμα μέ τόν Χριστό. Μεταμορφωνόμεθα καί ἐμεῖς. Ἄρα εἶναι στό χέρι τό δικό μας νά μήν χάνουμε αὐτές τίς εὐκαιρίες, ἀλλά ἔχοντας, μέσα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καθαρή τήν ψυχή μας, πράγματι νά μεταμορφωνόμεθα καί νά ἁγιαζόμεθα καί νά ζοῦμε κάθε φορά αὐτή τή μεταμόρφωση.

Τί λέμε τελειώνοντας τή θεία Λειτουργία; «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον». Ἄν πράγματι ζοῦμε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας κάθε φορά καί κάθε φορά πού προσευχόμεθα, θά ἀλλοιωνόμεθα τήν καλήν ἀλλοίωσιν καί θά λάμπουμε καί θά μεταμορφωνόμεθα καί θά γινόμεθα σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι στό χέρι μας. Ἄς ἀξιοποιήσουμε ὅλες αὐτές τίς εὐκαιρίες πού μᾶς δίδει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία.

//

Πηγή