Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*:

Η
επικαιρότητα βρίθει ειδήσεων, που δε συνάδουν ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά με
τον ράθυμο ρυθμό που είθισται να έχει η καλοκαιρινή ειδησεογραφία. Το
αστυνομικό δελτίο έχει καθημερινά απανωτά περιστατικά εγκληματικότητας (ή… εγκληματοφοβίας όπως θα έλεγε και ο
αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη) ενώ οι μάσκες έφυγαν μετά από ενάμιση
χρόνο σε μεγάλο βαθμό από τη ζωή μας (μέχρι νεωτέρας).

Προσπαθώντας
να μην αναφερθώ σε μια θεματολογία που αναμασά θλιβερές ειδήσεις, το μάτι μου
έπεσε σε ένα σύνθημα στον τοίχο, που γίνεται
viral εδώ και λίγα χρόνια την εποχή των
Πανελληνίων, οι οποίες μάλιστα οδεύουν την επόμενη εβδομάδα στη λήξη τους.
 

«Και αν δεν περάσεις, εγώ θα σε αγαπώ» 

Και,
γαμώτο, δεν μπορώ να μη σκέφτομαι την ιστορία της
Γωγώς, της 14χρονης μαθήτριας που ήταν για
τους συμμαθητές της, η «χοντρή», που δεν της έφτασε ποτέ η αγάπη και η έγνοια
των γονιών της καθώς τα τοξικά σχόλια του περιγύρου της είχαν φτάσει νωρίτερα
στην παιδική της καρδιά.

Δεν
μπορώ να μη σκέφτομαι την ιστορία όλων αυτών των γυναικοκτόνων που αφαίρεσαν
μια ζωή από την «κακιά στιγμή», από «τυφλό πάθος» και διάφορους άλλους
ευφημιστικούς μεν, προσβλητικούς στη μνήμη των θυμάτων τους δε, χαρακτηρισμούς
που μοιάζουν να έχουν ως σκοπό μονάχα την εξιλέωση των θυτών στα μάτια της
κοινωνίας.

Δε
μπορώ να μη σκέφτομαι την ιστορία της Μπρίτνεϊ Σπίαρς που εδώ και 12
χρόνια ζει υπό τους περιοριστικούς όρους της κηδεμονίας του πατέρα της, που
θυμίζουν πολύ περισσότερο κρατούμενη σε σωφρονιστικό κατάστημα παρά μια υγιή
οικογενειακή σχέση βασισμένη στην έγνοια και την υποστήριξή της.

Και
αναρωτιέμαι, ποια υγιής σχέση και ποια υγιής κοινωνία δέχεται το πιο αγνό
συναίσθημα, αυτό της αγάπης, να έχει μέσα όρους και προϋποθέσεις λες και
υπογράφεται η Συνθήκη της Λωζάνης;

Τι
μας κάνει να νομίζουμε ότι έχουμε τη δύναμη να ορίζουμε τη ζωή του άλλου, είτε
είναι συμμαθητής, είτε σύντροφος, είτε παιδί μας, είτε ακόμη και άγνωστος και
να βάλουμε στο χρηματιστήριο την αγάπη μας, την αποδοχή μας για αυτόν;

Βέβαια,
η επικαιρότητα έχει απάντηση ακόμη και σε αυτό βλέποντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να
παρακολουθεί από τη μία, διχασμένη, μακάρια, σαν να μην την αφορά,
την Ουγγαρία να καταστρατηγεί έναν – έναν τους νόμους περί αποδοχής της
ετερότητας, υιοθετώντας ένα ολοένα και πιο ακροδεξιό ομοφοβικό προφίλ, και από
την άλλη, μεγάλα ποσοστά στους κόλπους της να υιοθετούν πολιτικές απόψεις που αποστερούν κοινωνικά κεκτημένα περασμένων
δεκαετιών.

Το
οποίο, βέβαια, καταλήγει, στην «ερώτηση του εκατομμυρίου»:

Άραγε,
για πόσο ακόμη, τα γκράφιτι θα μας θυμίζουν τα αυτονόητα;

//

Πηγή