Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Από τα αρχαία χρόνια, κάθε θεατρικό έργο αποσκοπούσε να καταλήξει στην κάθαρση. Χάρη σε αυτήν, τόσο οι θεατές, όσο και οι βασικοί χαρακτήρες του έργου, ένιωθαν την ανακούφιση ότι η κεντρική ιστορία ερχόταν σε ένα τέλος, στον κυρίαρχο σκοπό, όπως αυτός δηλωνόταν από την αρχή του κιόλας.

Η επικαιρότητα, όμως, απέδειξε με πολλούς τρόπους ότι υπερβαίνει την κάθε φαντασία και τώρα που κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουν «πέσει οι μάσκες» και αποδομηθεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα οι σταθερές της ζωής μας, ο καθένας μας ψάχνει  το τέλος (είτε με τη σημασία της λήξης, είτε του σκοπού), και την κάθαρση από αυτή την καθημερινή παράσταση.

Επί του πρακταίου, είναι περισσότερο ευδιάκριτο από ποτέ ότι η πανδημία ανέδειξε διλήμματα που δεν θα περιμέναμε ποτέ να κληθούμε να απαντήσουμε στη ζωή μας. Κατά την κορύφωση της πανδημίας, την προηγούμενη άνοιξη, είδαμε να επιιλύονται με τον πιο οδυνηρό τρόπο τα ιατρικά διλήμματα του «ποιος θα ζήσει» όταν γιατροί αλλά και πολιτικοί, μίλησαν για ανάγκη διάσωσης των νεότερων πληθυσμών. Στο παρόν κύμα, βλέπουμε την κάθε χώρα να καθιστά σαφείς τις προτεραιότητές της, ανάλογα με το πως διαχειρίζεται τους πόρους της και την πολιτική εμβολιασμών, ενώ στο εγχώριο σκηνικό βλέπουμε εδώ και μέρες την κυβέρνηση να δυσκολεύεται να καταλήξει για το αν η εκπαίδευση ή το εμπόριο είναι ο χώρος όπου πρέπει να αποδεσμευθεί από το lockdown, ζυγιάζοντας υπέρ και κατά με γνώμονα τις υγειονομικές αλλά και οικονομικές κλίμακες.

Φυσικά, το γεγονός ότι προσπαθούν με πολλούς (πολλές φορές αλληλοαντικρουόμενους) τρόπους οι εκάστοτε ιθύνοντες να κάνουν καλύτερο το αύριο, δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες των κακώς πεπραγμένων στο παρελθόν. Η μη αντοχή λοιπών υπαρχουσών υποδομών και ενός στοιχειώδους υποβάθρου στους βασικούς πυλώνες της εκπαίδευσης ή της υγείας, της δημόσιας διοίκησης ή της διακυβέρνησης, οι πρόχειρες και, ιδίως, οι ασυλλόγιστες αποφάσεις διαχείρισης κρίσεων, αν μη τι άλλο, κατέδειξαν πως η επιτελεστικότητα δεν είναι κάτι στιγμιαίο, αλλά προϊόν ενός διαρκούς συνεχούς και ο,τι η λεγόμενη κάθαρση, δε θα έρθει με … χλωρίνη όπως θα έλεγε και ο απερχόμενος πρόεδρος των Η.Π.Α, Ντόναλντ Τραμπ. 

Ωστόσο, και σε ατομικό επίπεδο, πολλές φορές η κάθαρση επεδιώχθηκε σε πολλά ζητήματα. Πολλοί, αρνούμενοι να ακολουθήσουν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας, τα βασικά υγειονομικά πρωτόκολλα, φλέρταραν με την ιδέα του να προκαλέσουν κάποιου είδους «εθνοκάθαρση», επικαλούμενοι τους δικούς τους νόμους λογικής. Άλλοι, από την άλλη, θεώρησαν ως κάθαρση, την ευκαιρία να δουν ποιους έχουν δίπλα τους και ποιους απέναντι, μιας και κατεστήθησαν σαφείς οι αντιμαχόμενες πλευρές και ιδεολογίες πίσω από τα αναδυόμενα δίπολα.

Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, η λέξη κάθαρση στην Ελλάδα, παραπέμπει σχεδόν συνειρμικά στην ειδησεογραφία που αφορά στις ιστορίες επαγγελματικής, έμφυλης και σεξουαλικής βίας που ξεπηδάνε καθημερινά. Καταγγελίες και αφηγήσεις βρίσκουν βήμα στην προσπάθεια τα θύματα να βρουν τη δική τους κάθαρση. Και η αλήθεια είναι ότι αυτή η κάθαρση είναι αναγκαία για όλους. Από τη μια, επιβάλλεται οι επιζώντες αυτών των επιθέσεων να νιώσουν ανακούφιση και δικαίωση, από την άλλη, όμως, θεωρείται αναγκαίο και οι σάπιες νοοτροπίες και δικαιολογίες των περασμένων γενεών ότι «αυτά συμβαίνουν» να ξεριζωθούν από τις συνειδήσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Φυσικά, κάτι τέτοιο, δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη και στα περισσότερα, αν όχι όλα, προαναφερθέντα φαινόμενα, πρώτο και κύριο λόγο έχει η δικαιοσύνη. Και αν και πάλι επικαλεστούμε τους κανόνες της αρχαίας δραματουργίας περί κάθαρσης, τότε είναι ζήτημα χρόνου, οι ύβρεις του καθενός, να συναντήσουν, έστω και με καθυστέρηση, την νέμεση τους, μέχρι την τελική ολοσχερή συντριβή του εκάστοτε θύτη. 

//

Πηγή