Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: 

Οι «ταμπέλες» πίσω από κάθε επάγγελμα είναι κάτι το αναπόφευκτο, και η δημοσιογραφία είναι από αυτούς τους χώρους που έχουν πάνω τους ένα σωρό εξ αυτών. Για τους περισσότερους, οι δημοσιογράφοι είναι «παπαγαλάκια» που ξεπούλησαν την αξιοπρέπειά τους για ένα πιάτο φακή, ένα διώροφο σπίτι με πισίνα ή μια θέση στη Βουλή. 

Και πράγματι δε μοιάζουν να έχουν άδικο. Τα τελευταία χρόνια της οξείας πόλωσης στην πολιτική και κοινωνική σκηνή, ήταν όλο και πιο ευδιάκριτο το γεγονός ότι συγκεκριμένα Μ.Μ.Ε και πρόσωπα ακολουθούσαν συγκεκριμένα αφηγήματα και πολιτικές γραμμές, στο όνομα της γόνιμης κριτικής και της αμερόληπτης μετάδοσης της καθημερινής ειδησεογραφίας. Συγχρόνως, είδαμε και πολλούς από αυτούς, να κατεβαίνουν στον πολιτικό στίβο και να εκπροσωπούν παραταξεις, απαράλλαχτα αντίστοιχης ιδεολογίας με τον «αντικειμενικό σχολιασμό» του πρότερου βίου τους.

Παράλληλα, οι ενδείξεις ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει καταφέρει να στήσει μια αγαστή σχέση με τα Μ.Μ.Ε πληθαίνουν μέρα με τη μέρα. Η αρχή έγινε αμέσως μετά τις εκλογές, ότταν και πέρασαν στην άμεση δικαιοδοσία του πρωθυπουργού το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και η ΕΡΤ. Στη συνέχεια, την άνοιξη, η περιβόητη «Λίστα Πέτσα» χρηματοδότησε, κατά το δοκούν, με σχεδόν 20 εκατομμύρια ευρώ σε καθεστώς προκλητικής αδιαφάνειας, ειδησεογραφικούς ομίλους και ιστότοπους για μια καμπάνια «εθνικού σκοπού» (Μένουμε Σπίτι) που, βάσει νόμου, όφειλε να εξαιρείται από τους νόμος περί διαφήμισης και να μεταδίδεται δωρεάν.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια εκκωφαντική αποσιώπηση κάθε λογής κακώς κειμένων από τα κυρίαρχα ειδησεογραφικά μέσα. Από τη μία, σε ο,τι αφορά την διαχείριση της πανδημίας, οι πίνακες που δείχνουν τους αριθμούς θυμάτων, κρουσμάτων και τεστ, δείχνουν την σαφή αναποτελεσματικότητα των ελάχιστων μέτρων που ελήφθησαν μέχρι την έλευση του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Στο ίδιο τερέν δε, η «ήξεις αφήξεις» δράση των επιμέρους υπουργείων-με πρώτο το υπουργείο Παιδείας- κρίνεται όλο και πιο αστόχαστη, αν όχι αποτυχημένη, έχοντας ως γνώμονα τις διαρκείς αναθεωρήσεις προς τα κάτω του βαθμού ύφεσης των δεικτών της οικονομίας από τον Υπουργό Οικονομικών.  

Επιπλέον, καθημερινά σχεδόν, γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτη μια σωρεία περιστατικών διγλωσσίας, είτε μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης, είτε μεταξύ των λόγων και έργων της. Σε αυτό το μέτωπο, οι δημοσιογράφοι απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να θέσουν τους καθ’ ύλην αρμόδιους προ των ευθυνών τους, παρά το γεγονός ότι τους έχουν πολύ συχνά απέναντί τους. Έτσι, είδαμε, ελάχιστες μέρες πριν, τον Υπουργό Υγείας να δηλώνει τη συγκίνησή του για τη «συγκλονιστική προσφορά του προσωπικού στον χώρο της υγείας», αλλά την ίδια στιγμή ο Υφυπουργός υγείας να κατηγορεί τους γιατρούς, για τους θανάτους που προέκυψαν εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Από την άλλη, σε συνέντευξή του πρωθυπουργού, για άλλη μια φορά πέρασε αβασάνιστα η τοποθέτησή του ότι «έγινε ο,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν».

Ωστόσο, είχαμε και φωτεινές εξαιρέσεις σε αυτό το πεδίο. Αφ’ενός, είδαμε την κεντρική παρουσιάστρια του δελτίου που φιλοξενούσε τον Υπουργό Ανάπτυξης, Άδωνι Γεωργιάδη, να τον φέρνει αντιμέτωπο με τις ίδιες τις δηλώσεις του, παρά τις επιπλήξεις του στην προσπάθειά του να «μπαλώσει» προηγούμενη δήλωσή του που άφηνε έκθετη την κυβέρνηση. Αφ’ετέρου, παρακολουθήσαμε την διακεκριμένη αρθρογράφο Έλενα Ακρίτα, να «τιμωρείται» με τη μη δημοσίευση του άρθρου της, στο οποίο στηλίτευε τόσο τον πρωθυπουργό και τη σύζυγό του για τις νόμιμες μεν, ανάλγητες δε για τα δεδομένα της πανδημίας «στιγμές ανεμελιάς» του στην Πάρνηθα, όσο και τον διευθυντή της εφημερίδας της που την ίδια στιγμή προσπαθούσε να προσάψει αδιαφανείς ενέργειες στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα. 

Και αν για τη Ράνια Τζίμα, η παρρησία της δεν είχε κάποιο αντίτιμο, η Έλενα Ακρίτα αφ’ενός και η διευθύντρια σύνταξης του Βήματος από την άλλη, που με το ρεπορτάζ της ανέδειξε κολοσσιαία λάθη της κυβέρνησης και του Ε.Ο.Δ.Υ στο ζήτημα της πανδημίας, πλήρωσαν την απείθειά τους με παύση από την εργασία τους. Το παζλ του ενιαίου αφηγήματος που λαμβάνουμε καθημερινά στα σημαντικότερα γεγονότα, από όλα τα κορυφαία μέσα, δεν επιτρέπει σε κανέναν να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο παρά ότι δεν αποτελεί σύμπτωση. 

Μη ων δημοσιογράφος, από αυτήν εδώ τη στήλη, δε θα μπορούσα παρά να αναρωτηθώ, τι είναι αυτό που κάνει λοιπόν την κάθε φωνή αυτού του χώρου να κελαηδάει, όπως κελαηδάει. Ίσως, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι κανείς δεν τραγουδάει καλά όταν τον πιάνουν από το λαιμό. Ίσως, κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει ότι το ίδιο το κλουβί είναι που αλλοιώνει το εκάστοτε τραγούδι. Σε τελική ανάλυση, όμως, πάντα είναι στο χέρι μας να επιλέγουμε αν θέλουμε να βάλουμε τη συνείδηση και αντίληψή μας σε κλουβί ή όχι.

//

Πηγή