Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: 

Σύμφωνα με το προσφιλές δημοσιογραφικό κλισέ, συχνά στην ειδησεογραφία γίνεται λόγος για «ιστορικές στιγμές». Άλλες φορές λειτουργούν σαν άλλοθι για να καλύψουν ανεπάρκειες και αβλεψίες, και άλλες ενθαρρυντικά, ως μαθήματα αισιοδοξίας, σε ένα ευθύγραμμο ιστορικό και επαναλαμβανόμενο συνεχές. Πόση ιστορία λοιπόν αντέχει ακόμη η ανθρωπότητα; 

Μιλώντας για ιστορία σε επίπεδο γεωγραφικών ανακατατάξεων, η περίοδος που ζούμε θα έλεγε κανείς ότι είναι από τις πλέον ήσυχες. Οι σφαίρες επιρροής είναι η καθεμιά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στον κόσμο της-μέχρι ο σιωπηλός γίγαντας που ονομάζεται Κίνα να αποφασίσει να δείξει τα δόντια της-, τα σύνορα είναι εν πολλοίς ξεκάθαρα και οι πόλεμοι είναι συνήθως ζήτημα ημερών και ανάγονται σε διπλωματικό επίπεδο. Επιπλέον, οι διακεκαυμένες ζώνες των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, μοιάζουν τόσο, μετά από χρόνια να έχουν διακριτά σύνορα, όσο, και να έχουν ξεφορτωθεί την άμεση ανάμειξη της Δύσης στα εσωτερικά τους ζητήματα, αποστραγγισμένες από «περασμένες αμαρτίες». Ωστόσο, από την άλλη, η οικονομική ύφεση του 2008 αλλά και η πανδημία που ζούμε σήμερα, είναι δείγματα του πόσο ρευστή μπορεί να γίνει η καθημερινότητα ακόμη και όταν δεν υπάρχουν (προφανή) πεδία μάχης.

Πολιτικά μιλώντας, από την άλλη, αν μπορούμε να πούμε κάτι μετά βεβαιότητας, είναι η σταδιακή αποδόμηση εδραιωμένων εννοιών του παρελθόντος. Από τη μία, λείπουν τα παλαιότερα δικομματικά δίπολα Αριστεράς – Δεξιάς (που σήμερα θα αποτυπώνονταν με μεγαλύτερη ακρίβεια ως Σοσιαλισμός-Φιλελευθερισμός). Από την άλλη, ξανατέθηκε επί χάρτου το τι ορίζει την Ευρωπαϊκή ταυτότητα και το τι σημαίνει να είσαι εντός των ορίων της Ευρώπης (με πιο πρόσφατα παραδείγματα τη διαχείριση της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης, αλλά και την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση). Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα αναδυόμενα ερωτήματα έχουν κατά βάση αποκτήσει εντελώς διαφορετικά σημεία αναφοράς τόσο για την διεξοδική ανάλυσή τους, όσο και για τις απαντήσεις που επιδέχονται.

Περνώντας σε κοινωνικά συλλογικό επίπεδο ανάγνωσης, η εποχή μας, όντως, έχει δώσει πολλές αξιόλογες «πρωτιές», οι οποίες αποτελούν και σημεία μιας νέας εποχής. Από τον πρώτο Αφρο-Αμερικανό πρόεδρο των Η.Π.Α, μέχρι την πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, δίνονται πλέον ολοένα και μεγαλύτερες ευκαιρίες ορατότητας και επιτέλεσης έργου σε κοινωνικές ομάδες που για χρόνια παρεμποδιζόταν η δράση και παρουσία τους από τον θόρυβο της πλειοψηφίας. Ακόμη, αποφάσεις και ενέργειες που άνοιξαν τη βεντάλια της επιμέρους εστίασης στα δικαιώματα ομάδων που παλεύουν για την ίση μεταχείριση τους και την πλήρωση κάθε είδους κοινωνικής ανάγκης τους, όπως οι ΛΟΑΤΚΙ, οι Ρομά ή οι μετανάστες, οι οποίοι στο πρόσφατο παρελθόν αντιμετωπίζονταν ως πολίτες κατώτερης διαλογής, έφεραν στο προσκήνιο ένα νέο τοπίο με μεγαλύτερο εύρος εκπροσωπήσεων στον καθημερινό πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό στίβο.

Η κοινωνία, όμως, αποτελείται από αλληλεπιδρώμενες μονάδες. Και οι μεγαλύτερες αλλαγές που «γράφουν ιστορία» πλέον, γίνονται σε επίπεδο μονάδων. Η έλευση του Διαδικτύου έδωσε βήμα και πρόσβαση στην πληροφορία στον καθένα μας. Η καθημερινότητα μας απέκτησε ξαφνικά εύρος και βάθος, ενώ, τα όποια τείχη αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών έπεσαν ανεπιστρεπτί. Την ίδια στιγμή, όμως, το δικαίωμα στην απεριόριστη γνώση ευνόησε την αυθαίρετη κατάθεση και διαλογή της και η έλλειψη ανεξάρτητων μηχανισμών εξακρίβωσης και φιλτραρίσματος της, έδωσαν χώρο στην ημιμάθεια να εξαπλωθεί, απομυθοποιώντας κάθε, σχηματική ή όχι, αυθεντία.

Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο, που μετέβαλε το αίσθημα «ιστορικότητας« της ζωής μας, θα έλεγα ότι είναι το γεγονός ότι πλέον δεν μας λείπεται το παραμικρό. Και ενώ, στη ζωή μας, είναι χρήσιμο κάτι τέτοιο ως προς τα βασικά αγαθά, καθώς αυξάνει το βιοτικό επίπεδο, στην πολιτική μας ιδιότητα, ροκανίζεται το προσδόκιμο ζωής μας καθώς χάνεται η διδακτικότητα του χρόνου. Αυτή η σκέψη μου, μεταφράζεται σε δύο άξονες. Ο ένας είναι ότι χάνουμε πολύ εύκολα τις σχέσεις αιτίου-αιτιατού, ειδικά σε συνθήκες κρίσης, που συνήθως είναι αυτές οι δυναμικές που γράφουν και επαναλαμβάνουν την ιστορία. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν προκύπτει τυχαία, ούτε μονομερώς, και οι εκάστοτε συνθήκες που καλείται κάποιο πολιτικό σύστημα να διαχειριστεί, δεν είναι ποτέ όσο πρωτοφανείς ή εφήμερες μοιάζουν. 

Ο άλλος είναι ότι σταδιακά βυθιζόμαστε σε σύνολα απαρτισμένα από ατομικότητες. Μοιραία, τα συλλογικά κεκτημένα καταρρίπτονται και οι ανάγκες και διεκδικήσεις μας είναι ζήτημα μιας μοναχικής προσδοκίας, αν όχι προσωπικής φιλοδοξίας. Χάνοντας την δύναμη της συλλογικότητας, η μη εκπλήρωση των όποιων αναγκών, καταρρακώνει τον κοινωνικό ιστό, αντί να τον πεισμώνει, και η επικράτηση ενός προτύπου για μια ζωή όλο και πιο γεμάτη, προκαλεί αισθήματα ανεπάρκειας σε όσους δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με άλλους για καλύτερη υγεία, εκπαίδευση και συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.

Πόση ιστορία λοιπόν αντέχουμε ακόμη; Είναι βέβαιο ότι για όσο υπάρχει ανθρωπότητα, κάθε μέρα θα γράφεται και μια νέα σελίδα στα πεπραγμένα μας. Εξάλλου, «τα πάντα ρει και ουδέν μένει σταθερό». Τώρα, αν αυτή θα συνοδεύεται και από την απαιτούμενη γνώση, …θα το δείξει η ιστορία.

//

Πηγή