Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Στον απόηχο ημερών μνήμης στην όπως αυτή της
17ης Νοεμβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου, εύλογα αναρωτιέται κανείς (για πολλοστή
φορά στην Ελλάδα) για τα όρια δράσης της αστυνομίας στην καθημερινότητα των
πολιτών και τη διαχείριση αυτής. 

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα μακριά από
τυφλά δίπολα που κάνουν τους εκπροσώπους της, αυτόματα, είτε κοινωνικούς
εχθρούς του λαού, είτε αρωγούς στην προσπάθεια της πολιτείας για περισσότερη
«ησυχία, τάξη και ασφάλεια», θα πρέπει να κρίνουμε τον ρόλο της αστυνομίας στην
κοινωνία επί του πρακταίου.
 

Βασική συνθήκη για μια τέτοια αξιολόγηση,
είναι ότι το έργο των οργάνων της τάξης (θα έπρεπε να) περιορίζεται στην
συντήρηση της ασφάλειας και την πάταξη του εγκλήματος. Έχοντας αυτό ως
δεδομένο, βλέπουμε ότι η αποστολή αυτή, δεν επιτυγχάνεται με απόλυτη επιτυχία
τόσο στην Ελλάδα όσο και στον κόσμο, καθώς διάφορα περιστατικά (κατ’ευφημισμόν
μεμονωμένα) έχουν καταστήσει σαφές ότι τα όρια της άμεσης δράσης τείνουν να
ξεχειλώνονται, εις βάρος όσων, θεωρητικά, καλούνται να προστατεύονται είτε απο
ιδιωτική πρωτοβουλία ή αυθαιρεσία είτε πειθαρχώντας στο πρόσταγμα της
καταστολής που επιδιώκει κατά περίπτωση η κρατική μηχανή.
 

Ξεκινώντας από την ελληνική πραγματικότητα,
και προσπαθώντας να αγνοήσουμε τα παρελθοντικά κακώς κείμενα (δολοφονίες
Καλτεζά, Γρηγορόπουλου, υπόθεση «
ζαρντινιέρα»), τον τελευταίο καιρό, η
διαχείριση των εντάσεων από την αστυνομία στο αστικό πεδίο έχει φύγει αρκετά
από το επίπεδο της άκριτης ρίψης δακρυγόνων που ήταν η συνήθης αιτία επικρίσεων
κατά του αστυνομικού σώματος. Ξεκινώντας από το κομμάτι της, πάντα επίκαιρης
δυστυχώς, πανδημίας, καθημερινά ακούγονται ιστορίες παράλογων απονομών
προστίμων σε πολίτες που είτε στιγμιαία «παρανόμησαν», είτε η ασάφεια (και
ενίοτε φαιδρότητα) των νόμων τους οδήγησε
εκεί. Την ίδια στιγμή, οι ενέργειες πολλών αστυνομικών οργάνων δεν μοιάζουν να συνάδουν με τα υγειονομικά πρωτόκολλα
των οποίων υπεραμύνονται. 

Ωστόσο, και στο κομμάτι του επεμβατικού της
χαρακτήρα, θα είχε κάποιος να της καταλογίσει πολλά πρόσφατα περιστατικά.
Αφ’ενός, σε ανθρώπινο αντίκτυπο, σημειώθηκαν απανωτά αρκετές επιθέσεις της
εναντίων πολιτών με πιο πρόσφατα παραδείγματα τόσο την επίθεση κατά διαδηλωτή στις εκδηλώσεις
την ημέρα του Πολυτεχνείου, όσο και την περίεργη υπόθεση πίσω από τον θάνατο
του Βασίλη Μάγγου. Αφ’ετέρου, τελευταία,
παρατηρούνται πρωτόγνωρες παραβιάσεις ιδιωτικών χώρων με σκοπό την προσαγωγή
ολόκληρων οικογενειών (όπως η επιχείρηση μετά βιαιοπραγίας στην οικία Ινδαρέ πριν έναν χρόνο) η ρίπτονται (και δικαιολογούνται)
χειροβομβίδες κρότου-λάμψης σε κατοικημένες πολυκατοικίες.
 

Ένα άλλο πράγμα που κάνει προβληματική την
ερμηνεία πίσω από τις ενέργειες της Ελληνικής αστυνομίας είναι, στο πρόσφατο
παρελθόν, ο ρόλος συγκάλυψης που μοιάζει να είχε πίσω από τις δολοφονίες Φύσσα
και Κωστόπουλου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα
έδειξαν μια στοιχειώδη αδράνεια των αστυνομικών δυνάμεων, η οποία πολλάκις
φέρεται να είναι σχετιζόμενη με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, όπως αυτή
έχει αποτυπωθεί κατά την εκλογική διαδικασία και με σε καμία περίπτωση να είναι
ακόλουθη με το έργο που οφείλουν να ασκούν. Ομοίως, σε πολλά άλλα «ατυχή»
σκηνικά που φέρονται να έχουν οι λειτουργοί της δημόσιας τάξης ρόλο, οι ΕΔΕ και
οι εις βάρος τους καταγγελίες δεν μοιάζουν να πληρούν τα βασικά χαρακτηριστικά
διαφάνειας καθώς ο πολίτης δεν ξέρει ποιον να καταγγείλει, απουσία ονομαστικών
ετικετών και καμερών στην εξάρτυση τους και ακόμη και όταν πραγματοποιούνται,
δεν προκύπτουν σχεδόν ποτέ ευθύνες του σώματος.
 

Ωστόσο, και στο εξωτερικό, τα περιστατικά
αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας πληθαίνουν διαρκώς. Σε ένα περιστατικό που
θύμισε αρκετά την υπόθεση του Γρηγορόπουλου, την Τρίτη, ο 25χρονος
Klodian
Rasha έπεσε νεκρός από αστυνομικά πυρά στην πόλη
των Τιράνων θεωρούμενος εσφαλμένα ότι οπλοφορούσε στην προσπαθεια του να
ξεφύγει από τις αρχές. Την ίδια στιγμή, η βάναυση δολοφονία του
George
Floyd, αλλά και η στυγερή εκτέλεση της Μπριόνα Τέιλορ λίγους
μήνες πριν στις Η.Π.Α, κάνουν πολλούς να αναρωτιούνται για το κατά πόσο τα
ρατσιστικά κίνητρα και οι ιδεοληψίες, οπλίζουν το χέρι κάποιου εις βάρος αθώων
πολιτών.
 

Η απάντηση πίσω από αυτό το ερώτημα
σχετίζεται άμεσα με την ελευθερία που παίρνουν τα εκάστοτε σώματα ασφαλείας από
τους πολιτικά αρμόδιούς τους. Πολλές φορές, η πολιτεία, στο όνομα της
καταστολής, θα κάνει τα στραβά μάτια στην οποιαδήποτε μορφή αυθαιρεσίας, πράγμα
που έχουμε δει πολλές φορές να σημειώνεται στην Ελλάδα, θεωρώντας την
επιβαλλόμενη αντίδραση σε αυτά που ορίζει η ίδια ως αναταραχές, με πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα την απώλεια της ακοής του δημοσιογράφου Μανώλη Κυπραίου
από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης κατά τις μνημειώδεις διαμαρτυρίες  τον Ιούνιο του 2011. Άλλοτε, μπορεί να
εκδηλώσει τη στοιχειώδη ευθιξία, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη πίσω από
τις μονομερείς ενέργειες της αστυνομίας, όπως, για παράδειγμα, στην Αλβανία,
όπου χτες βράδυ, ο υπουργός εσωτερικών, Σάντερ Λεσάι, υπέβαλε την παραίτησή
του. Τέλος, δεν είναι λίγες φορές όπου η αυθαιρεσία σιγοντάρεται, είτε φανερά,
όπως προσπάθησε (ατυχώς εν τέλει) να νομοθετήσει ο
υπουργός Εσωτερικών στη Γαλλία τις προηγούμενες εβδομάδες,, απειλώντας ακόμη
και με φυλάκιση όσους κοινοποιούν εφ’εξής φωτογραφίες αστυνομικών, είτε πιο
έμμεσα από την εξουσία που αισθάνεται να κλυδωνίζεται υπό το βάρος οποιασδήποτς
υποψίας επίκρισης όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία.
 

Σε κάθε περίπτωση, δίνοντας τον τελευταίο
λόγο πάλι στην ελληνική πραγματικότητα, οι χτεσινοί ισχυρισμοί του Υπουργού
Δημόσιας Τάξης περί του κόσμου που «χαίρεται» την αστυνομική παρουσία, πόσο
μάλλον οι έπαινοι του για την λιγότερο βίαιη στάση της, φανερώνουν μια πολύ
ιδιόμορφη ανάγνωση του τι εστί «δημόσια τάξη και ασφάλεια» και πως αυτή
εμφορείται στο κοινωνικό σύνολο.

 Ο συνεργάτης του InVeria.gr Απόστολος Μοσχόπουλος είναι απόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας και αρθρογραφεί στην μόνιμη στήλη “Στήλη… Άλατος” κάθε Παρασκευή. 

//

Πηγή