Γράφει ο Απόστολος Μοσχόπουλος*: Η φύση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των
μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην εποχή μας, και συγκεκριμένα το γεγονός της
ταχύτατης διασποράς αλλά και αναδημοσίευσης, επιτρέπει σε πολλά γεγονότα που
κάποτε θα περνούσαν απαρατήρητα, ή θα είχαν περιορισμένο αντίκτυπο να αποκτούν
διαστάσεις. Μοιραία, φέρνουν σε θέση απολογίας για τις δηλώσεις και τα
πεπραγμένα τους, άτομα που ήταν στο απυρόβλητο λόγω πολιτικής, κοινωνικής θέσης
ή όποιων άλλων ελαφρυντικών μπορεί και να είχαν στο παρελθόν.

Από τη μία, στην κεντρική πολιτική σκηνή,
είδαμε τις τελευταίες μέρες ένα διπλό λεκτικό ατόπημα από τους αντιδημάρχους
του Δήμου Αθηναίων Αλεξία Έβερτ και Νικόλαο Μακρόπουλο. Στη μια περίπτωση, η
Έβερτ έκανε λόγο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για «
τρωκτικά και κατσαρίδες» αναφερόμενη στους
διαδηλωτές (με προεξάρχοντες τα μέλη του ΚΚΕ) και την πορεία αυτών με αφορμή
την ημέρα του Πολυτεχνείου. Στην περίπτωση του Μακρόπουλου, σε μια τοποθέτηση
που θύμιζε … Αντουανετική αναλγησία εν μέσω της τραγικής πορείας της
πανδημίας, ο Μακρόπουλος έκανε λόγο για τη λαχτάρα του να επισκεφτεί το εξοχικό του
στο Μπάντεν Μπάντεν και να οδηγήσει την τίμια, πλην καθόλου πτωχή Aston
Martin του.

Από την άλλη, μια εφημερίδα πρώτης τάξης
κύρους, όπως η Καθημερινή, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα επέδειξε μέσω δύο
εκ των εξεχόντων γραφόντων της, του δημοσιογράφου της Στέφανου Κασιμάτη και του
ακαδημαϊκού Χρήστου Γιανναρά, διπλό ατόπημα εις βάρος κοινωνικών μειοψηφιών.
Συγκεκριμένα, ο Κασιμάτης καταφέρθηκε δηκτικά εναντίον του βουλευτή του
ΣΥ.ΡΙΖ.Α Γιώργου Κατρούγκαλου
σκώπτοντας με περισσή
αναισθησία την (λόγω ασθενείας) απουσία των μαλλιών του πρώην υπουργού, ενώ,
από την άλλη, λίγες μέρες πριν ο διακεκριμένος φιλόσοφος σχολίασε με άκρως
προσβλητικό τρόπο τον
διερμηνέα της νοηματικής της Εκκλησιαστικής λειτουργίας αλλά και την ίδια
νοηματική γλώσσα, χαρακτηρίζοντάς τη ως «κωμική παντομίμα».

Σε όλες τις περιπτώσεις, ακολούθησαν
συγγνώμες είτε από τους άμεσα εμπλεκόμενους, είτε από αυτούς που όφειλαν να
τους καλύψουν. Ωστόσο, η κάθε περίπτωση όσο και αν μοιάζει διαφορετική, έχει,
κατ’εμέ, κοινή προέλευση και ρίζα. Για μένα, η πρώτη αιτία του «κακού» έχει να
κάνει με αυτό που ανέφερα και στην εισαγωγή, δηλαδή το αίσθημα του ότι
παλιότερα ακούγονταν πολλές χοντράδες και περνούσαν χωρίς καμία ανάγκη
επεξήγησης, επανόρθωσης ή και συγγνώμης προς αυτούς που θίγονται. Το φαινόμενο
αυτό επιβεβαιώνεται δε, από μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που κάνουν λόγο για
«αιφνίδιες αυξημένες κοινωνικές ευαισθησίες» και «δικτατορίες της πολιτικής ορθότητας»,
που ανέκυψαν ξαφνικά από κάθε λογής «δικαιωματιστές».

Η δεύτερη όμως αιτία, έχει να κάνει με ένα
κοινό ταξικό κατά βάση χαρακτηριστικό, μια αίσθηση ελιτισμού που δίνει το
δικαίωμα σε αυτόν που νιώθει ταξικά, κοινωνικά, πολιτικά ανώτερος να μπορεί να
επικρίνει (αν όχι υποτιμάει) εκ του ασφαλούς αυτόν που δε συνάδει με τη δική
του εστέτ παιδεία και αισθητική. Την ίδια στιγμή δε, όταν αυτή η αισθητική, αν
όχι παιδεία τους, μοιάζει να απειλείται, τότε όλοι μιλάνε για «αδιανόητο
θράσος» ή ακόμη και για κάποια βίαια αναταραχή της πραγματικότητας, θυμίζοντας
μια πάλη μεταξύ συντήρησης και προόδου από τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου.

Έχοντας πει αυτά, κρίνω ότι οι συγγνώμες που
ακούγονται από οποιονδήποτε, αναφορικά με την, αυτού του είδους, ανάλυση της
πραγματικότητας είναι όχι μόνο επιφανειακές και ανειλικρινείς αλλά και μάταιες.
Εξάλλου, θεωρώ, ότι όταν κάποιος έχει φτάσει στο σημείο να σχολιάσει με τέτοια
απάθεια την καθημερινότητά τη δική του ή των γύρω του, δεν μιλάμε πια για «κακές
στιγμές» ή «στιγμιαία λάθη» αλλά για κάποιου είδους «τοξικό», αν όχι ταξικό,
«στρουθοκαμηλισμό» που δεν διορθώνεται με κάποιου είδους συγγνώμη, αλλά μόνο με
την αποδυνάμωση τέτοιων φωνών και την κατακραυγή τους από την κοινωνία, αντί
για τους άμεσα θιγόμενους.

 Ο συνεργάτης του InVeria.gr Απόστολος Μοσχόπουλος είναι απόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας και αρθρογραφεί στην μόνιμη στήλη “Στήλη… Άλατος” κάθε Παρασκευή. 

Κάντε LIKE στη σελίδα του InVeria.gr και…  μείνετε ενημερωμένοι για όλα!

//

Πηγή