Συνάντηση με την Ρηνιώ για να μας μιλήσει για τις εκπλήξεις που κρύβει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινίας της “Cosmic candy”στη συνέχεια μας τόνισε την παιδικότητα που έχουμε χάσει λόγω των συνθηκών που ζούμε αλλά και την αναπόφευκτη ενηλικίωση που όλοι πρέπει να βιώσουμε.
Θα ήθελες να μου μεταφέρεις τις εντυπώσεις σου απ’ το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
– Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πηγαίνω από το 1998 ως θεατής. Φέτος ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχα με ταινία και αυτό από μόνο του ήταν αρκετά συγκινητικό. Το φεστιβάλ έκλεινε τα 60 του χρόνια και το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο. Οι 2 προβολές της ταινίας ήταν sold out και γενικά υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον απ΄τον κόσμο για τις ταινίες. Επίσης πολύ όμορφο ήταν ότι κατάφεραν και ήρθαν σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί και οι βασικοί συντελεστές της ταινίας και ξαναβρεθήκαμε μετά από καιρό.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Fantastic Fest στο Ώστιν του Τέξας μίλησες μας για τις εντυπώσεις που σου άφησε;
– Το Fantastic Fest το γνώριζα γιατί εκεί παίχτηκε η “Νορβηγία” του Γιάννη Βεσλεμέ που πέρα από σκηνοθέτης είναι και ο μουσικοσυνθέτης του soundtrack του Cosmic Candy. Σκεφτόμουν όμως ότι το Cosmic Candy δεν είναι μια ταινία που θα την κατέτασσα απόλυτα στο χώρο του φανταστικού, έτσι πήγα λίγο μπερδεμένη για το πως θα την υποδεχθεί το Αμερικάνικο κοινό. Αυτό όμως που αντίκρισα ήταν πέρα από τις προσδοκίες μου, κυρίως γιατί ήταν ένα φεστιβάλ που έλειπε από πάνω του οποιαδήποτε σοβαροφάνεια μπορεί να συναντάμε στα Φεστιβάλ της Ευρώπης, είναι φτιαγμένο κυρίως για τους θεατές και τους δημιουργούς. Ήταν πολύ οργανωμένοι και ήθελαν να κάνουν φιλικές και οικίες τις ταινίες στο κοινό. Το αποτέλεσμα ήταν μία πάρα πολύ ωραία εμπειρία που δεν θα ξεχάσω.
Σύστησε μας το Cosmic Candy;
– H Άννα μια γυναίκα γύρω στα 32, η οποία κουβαλάει ένα εφηβικό τραύμα, εργάζεται σε ένα super-market που παλιά ήταν του πατέρα της. Ζει απομονωμένη και κάπως έτσι έχει φτιάξει τη ζωή της. Μία ζωή που έρχεται να αναστατώσει ένα μικρό και ιδιαίτερο κοριτσάκι που ισχυρίζεται ότι έχει χάσει το μπαμπά της. Η Άννα παρ’ ότι στην αρχή δεν είναι δεκτική τελικά θα συγκατοικήσει με το κοριτσάκι αλλά όχι μ’ έναν ενήλικο και ώριμο τρόπο. Παρ’ όλα αυτά θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μία σχέση μαμάς – κόρης και θ’ αρχίσει το ταξίδι ώστε να την βοηθήσει να βρει τον πατέρα της.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας στο μυαλό σου;
– Η πρώτη σκηνή της ταινίας που είχαμε στα χέρια μας ήταν ότι μια γυναίκα ξυπνάει από έναν πολύ βαθύ ύπνο γιατί κάποιος της χτυπάει το κουδούνι μέσα στην νύχτα, παραπατώντας καταφέρνει να φτάσει στο ματάκι και συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για ένα μικρό παιδί που της χτυπάει επίμονα την πόρτα. Αυτή η σκηνή από μόνη της δίνει το στίγμα της ταινίας. Πρόκειται για την αφύπνιση της Άννας από το λήθαργο που η ίδια έχει υποβάλλει στον εαυτό της. Γύρω από αυτόν τον χαρακτήρα και στο πως επιλέγει να βλέπει την ζωή – σαν μια πολύχρωμη, συνθετική μπάλα που δεν μπορεί να αγγίξει – στήθηκε όλη η ταινία και γεννήθηκαν όλες η ιδέες για το πόσο κωμικοτραγικό είναι να σου
θυμίζει ένα ανήλικο παιδί ότι ζωή μπορεί να είναι σκληρή αλλά είναι και ωραία.
Στην ταινία υπάρχουν βιωματικά στοιχεία;
– Δεν θα έλεγα ότι περιέχει βιωματικά μου στοιχεία ως θέμα, ως ιστορία. Παρ’ όλα αυτά η ταινία ήταν μία έμμεση αναφορά στις ταινίες που έβλεπα μικρή τέλη 80ς αρχές 90ς, όπως τα Goonies και η Curly sue.
Θα ήθελες να μας μιλήσεις για την σχέση της Άννας με την Πέρσα;
– Η σχέση της Άννας με την Πέρσα παίρνει πολλές μορφές μέσα στην ταινία. Ξεκινάνε ως δυο άσπονδοι συγκάτοικοι, συνεχίζουν σαν δυο φίλες αδερφικές και καταλήγουν σαν σε ένα περίεργο ζευγάρι μαμάς – κόρης με ρόλους όμως που εναλλάσσονται χωρίς να ξεχωρίζεις τελικά ποια είναι η μαμά και ποια η κόρη. Δουλέψαμε πολύ πάνω στην ιδέα ότι αυτές οι δύο επικοινωνούν και η Πέρσα επηρεάζει την Άννα σ’ένα επίπεδο φαντασίας και ονείρου ταυτόχρονα. Μερικές φορές δηλαδή προσπερνούσα τον ρεαλισμό του τι θα έπρεπε να λέει αυτό το κοριτσάκι και φανταζόμουν ότι η Πέρσα είναι εκεί για να ξεκλειδώσει τα κουμπιά της Άννας και να την ωθήσει να κάνει τα πράγματα που φοβάται.
Πιστεύεις ότι οι σημερινοί άνθρωποι έχουν χάσει την παιδικότητα τους;
– Δεν είμαι σίγουρη να σου απαντήσω γι’αυτό. Έχω επιλέξει να είμαι σκηνοθέτης, ένα δύσκολο επάγγελμα αλλά παρά τις δυσκολίες δεν νιώθω ποτέ να το βαριέμαι, αντιθέτως είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτήν την επιλογή. Υπάρχουν δύσκολες φάσεις, όπως οι τρομερές αναμονές, οι ματαιώσεις σχεδίων και η ανελέητη έκθεση, αλλά παίρνω κουράγιο από τους φίλους μου που ανήκουν στον ίδιο χώρο. Όταν γνωρίζω λοιπόν ανθρώπους που ανήκουν αλλού συνειδητοποιώ ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί που δεν ασχολούνται μ’αυτό που αγαπάνε και αυτό είναι κάτι πολύ σκληρό αν το σκεφτείς. Είναι κάτι που σε κάνει να χάνεις κομμάτια του εαυτού σου και της παιδικότητας
σου. Καμία φορά σκέφτομαι ότι αν οι άνθρωποι τολμούσαν να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν στη ζωή τους, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος.
Υπάρχουν ταινίες ή σκηνοθέτες που σε επηρέασαν στο εγχείρημα σου; – Υπάρχουν πολλές ταινίες που με επηρέασαν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία. Στην προετοιμασία
του Cosmic Candy έβλεπα πολύ το “Gloria”του Τζων Κασσαβετη, επίσης το “Leon” αλλά και το “As good as it gets”. Προσωπικά όμως μια ταινία που με ξεκλείδωσε ήταν το “Punch drunk love” του Π.Τ.Αντερσον, ενώ φαινομενικά είναι με μία ρομαντική κομεντί, ο Π.Τ.ΑΆντερσον την έχει σκηνοθετήσει μ’ένα πολύ πρωτοποριακό τρόπο δημιουργώντας μια υβριδική ταινία που δύσκολα την κατατάσσεις κάπου.
9) Πώς βλέπεις το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου;
– Από τη μία θεωρώ ότι υπάρχει ταλέντο, όρεξη, ορμή και φαντασία από σκηνοθέτες αλλά και παραγωγούς. Από την άλλη υπάρχει ασυνεννοησία και δυστοκία ώστε να προχωρήσουν οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να πάει ο Ελληνικός Κινηματογράφος ένα βήμα μπροστά, θεωρώ ότι λείπει ο συντονισμός. Υπάρχουν μέρες που το μέλλον φαντάζει κρύο και ζοφερό σαν την Μόρντορ του Άρχοντα των δαχτυλιδιών και άλλες μέρες που βλέποντας μια καλή Ελληνική ταινία ή νιώθοντας την ζεστασιά και την αλληλεγγύη των συναδέλφων μου το μέλλον φαντάζει υπέροχο σαν το φινάλε του «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ». Όσο παρανοϊκό κι αν ακούγεται αυτό!
Του Γιάννη Βανταράκη