Εφόσον κάθε ωρίμανση βασίζεται στα σφάλματα της νεότητας –δηλαδή όχι μόνο της εφηβείας, αλλά και της αφέλειας εν γένει– η σοβαρότητα, όπως και αν την καταλάβουμε, έχει πάντα ένα αμφίβολο παρελθόν. Σαν τους αυτοδημιούργητους μεγιστάνες που ξεκίνησαν πένητες αλλά ευφάνταστοι, σαν τις ηρωίδες του Ντοστογιέφσκι που τρέφουν την ιταμή τους περηφάνια με την οργή για το ταπεινωμένο τους παρελθόν, υπάρχει κάποια σημαντική καμπή στη ζωή τους.

Προφανώς δεν ισχύουν γενικοί και απαράβατοι κανόνες. Είναι γνωστό ότι στα τέλη της ζωής του ο Πλάτων συνέγραψε τους «Νόμους», ήτοι ένα ρεαλιστικό κείμενο και άφησε σε χρυσή θήκη την «Πολιτεία». Επίσης ο Χούσερλ της ώριμης περιόδου θεωρούσε τη φαινομενολογία «χαμένο όνειρο». Αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις του Χέγκλε και του Κίρκεγκωρ που βεβαιώνουν το αντίθετο. Ωστόσο, όπως κι αν δούμε το μάκρος μιας ζωής, σαν ενότητα ή σαν ρήξη, δεν πρόκειται ποτέ να βρούμε μιαν άξια του εαυτού της ωρίμανση, που να μην αναγνωρίζει –στο παρελθόν– μιαν εποχή πλάνης και ειρήσθω εν παρόδω κωμωδίας που αντιμετωπίζει τον εαυτό της στα σοβαρά. Η θεωρία, η δράση, η συγγραφή, κάθε λογής δραστηριότητα τέλος πάντων που αναμετράται με τη ζωή, για να εκδηλωθεί έχει ανάγκη ένα ποσοστό ζωτικής απειρίας. Διαφορετικά δυσκολεύει την αναπνοή και τον βηματισμό της.

Αυτή ακριβώς η αφέλεια, η οποία είναι ανορθόλογος παράγοντας άγνοιας, θυμικών ενορμήσεων, ασύνειδων διαθέσεων, θα γίνει κατά την ώριμη ηλικία το βήμα απ’ όπου κανείς κατακεραυνώνει τον εαυτό του. Όταν τα ανθρώπινα έργα αποτυγχάνουν, δηλαδή αυτοκατηγορούνται, έρχεται και η ώρα των πικρών, και γι’ αυτό ρεαλιστικών διαπιστώσεων. Κάθε σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι πρώην. Πρώην μαρξιστής, πρώην φαινομενολόγος, πρώην σωτήρας της ανθρωπότητας, πρώην εθνικιστής κ.λπ. Ολόκληρος θρύλος υπάρχει για την απέχθεια που γεννούσε στον Ρεμπώ η σκέψη των νεανικών του σκαλαθυρμάτων. Για τη συγκατάβαση του Πάουντ έναντι στο ποιητικό του έργο και τη σκοτεινή παραγγελία του Κάφκα που υπαγόρευε το απλούστερο των πραγμάτων: Κάφτε τα!

Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι κάποτε –τα χρόνια της πολλής δουλειάς και του λειψού ρεαλισμού– οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι παθιάζονταν με πίστη και αυτοπεποίθηση. Η πλάνη γεννάει πάντα γόνιμες διαθέσεις και κοπιαστικές προσπάθειες. Και τα μεγάλα πάθη, όσο ευτελή κι αν είναι τα αποτελέσματά τους, είναι πολύτιμα διότι γεννούν μεγάλες μετάνοιες. Με άλλα λόγια, όποιον άνθρωπο κι αν συναντήσουμε με κάποιο ίχνος σοβαρότητας, αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά του πρώην. Ο μεγάλος χαρτοπαίκτης που σπατάλησε χρήμα, καρδιά, φιλίες και χρόνο για το πάθος του, έρχεται η στιγμή που καίει τα χέρια του, που κλείνει τις πόρτες, πετάει τις μάρκες, ξεχνάει τον κύκλο των συμπασχόντων και αποχωρεί. Ενδέχεται να ακούει για τις ολονυχτίες, τα μεγάλα κέρδη, τους άθλους αυτού ή εκείνου. Αλλά κινείται πλέον έξω από το δίχτυ. Άσχετο αν είναι πια κάτι παραπάνω ή κάτι παρακάτω από αυτό που ήταν, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η απόσταση από το παρελθόν. Το νυν όπου κατοικεί τον ενδιαφέρει από το ένδοξο άλλοτε.

Η στρατιά των ανθρώπων που αισθάνονται καλά μόνο αν πλάι τους χάσκει κάποιο κενό, συνήθως ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Για κάποια εποχή πωλούν ακόμα και τα χρυσά δόντια της μάνας τους ικανοποιώντας το πάθος τους. Για κάποια άλλη εποχή, ζουν αναπολώντας και μετανοώντας. Ίσως έτσι αφτιασίδωτοι, καταγγέλλοντας ό,τι υπηρέτησαν (την εξυπνάδα, τις στρατηγικές, τον εγωτισμό και την πλεονεξία), να συνάπτουν καλύτερες σχέσεις με τη ζωή. Όσο για την πολυσυζητημένη μουτσούνα τους, όλοι σχεδόν, τη βρίσκουν όχι στο παρόν (όπου τους περιθάλπει η απραξία και η φρόνιμη ζωή), αλλά το παρελθόν της σπατάλης και της ανάλωσης.

Μπορεί κανείς να φανταστεί μια λέσχη απροσδιόριστων ορίων που να απαρτίζεται από διάφορους πρώην: θεωρητικοί που τώρα πια γιατρεύονται με τη σιωπή καθότι πια ξέρουν ότι γνώρισμα της ειλικρίνειας είναι η αυτοκαταγγελία. Άνθρωποι του πάθους που τώρα λυπούνται το οξυγόνο που ξόδεψαν κυνηγώντας ίσκιους. Πρώην μεγάλους εραστές και ερωμένες. Πρώην συγγραφείς που τώρα πια έχουν ως ύφος τον σεβασμό της λευκής σελίδας.

Μέσα σε μια παρόμοια λέσχη με ραγισμένες καρδιές και ψαλιδισμένες γλώσσες, ενδέχεται να βρει κανείς τους φίλους του.

Του Κωστή Παπαγιώργη

Πηγή: protagon.gr