Ως συνέχεια του προηγούμενου άρθρου στο οποίο αναφερθήκαμε γενικά στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών και ποιοι είναι αυτοί, σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στο πότε έχουμε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή.
Αρχικά θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι οι γενικοί όροι συναλλαγών απαγορεύονται και είναι άκυροι όταν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο νόμος κρίνει ενδεικτικά ως καταχρηστικό τον όρο που περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του προμηθευτή, για παράδειγμα την έλλειψη υποστήριξης ή την άρνηση αντικατάστασης ελαττωματικού προϊόντος μετά την πώληση ή τον όρο που του επιτρέπει να τροποποιεί τη σύμβαση από μόνος του, όποτε και όπως κρίνει. Αυτές είναι μόνο δύο από τις πολλές περιπτώσεις που έχουν κριθεί όροι συναλλαγών ως καταχρηστικοί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2251/1994, σε αυτόν αναφέρονται περίπου τριάντα περιπτώσεις καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών. Οι περιπτώσεις των όρων που αναφέρει ο νόμος ως καταχρηστικούς, δεν είναι αποκλειστικές. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις καταχρηστικότητας γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) απλά δεν αναφέρονται στο κείμενο του νόμου. Άλλωστε αρκετές αποφάσεις δικαστηρίων έχουν κρίνει και άλλους όρους ως καταχρηστικούς, εκτός από αυτούς που αναφέρονται ρητά και ενδεικτικά από το νόμο.
Τα συμφέροντα πρέπει να είναι ουσιώδη και η διατάραξη της ισορροπίας τους εις βάρος του καταναλωτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να χαρακτηριστεί ένας γενικός όρος άκυρος, ως καταχρηστικός, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Για αυτό το σκοπό λαμβάνονται υπόψη κάποια βασικά και ουσιώδη κριτήρια. Αυτά είναι τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της σύμβασης, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ειδικότερα, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί, κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή.
Επί παραδείγματι, ο υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει ο νόμος, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με το νόμο. Όταν, με αυτό τον τρόπο, η τράπεζα, ως προμηθευτής, διαψεύδει τις δικαιολογημένες προσδοκίες του καταναλωτή, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή – δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημέρες) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους.
Επομένως, δεν μπορεί να κριθεί ως καταχρηστικός ο όρος σε μια σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ ενός στελέχους χρηματιστηριακής εταιρίας και μιας τράπεζας, για το λόγο ότι ο «καταναλωτής» εν προκειμένω έχει εξειδικευμένες γνώσεις της σύμβασης, την οποία συνάπτει, που υπερβαίνουν τις αντίστοιχες του μέσου ανθρώπου και για αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι καταναλωτής. Άρα, δεν προστατεύεται και από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου υπέρ της προστασίας των καταναλωτών.
Συνοψίζοντας, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, δηλαδή εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του.
Οι ευεργετικές για τον καταναλωτή διατάξεις του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο μερών. Ατομική διαπραγμάτευση υπάρχει όταν ο καταναλωτής μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο ενός όρου, τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένος, ώστε να ταιριάζει στην δική του βούληση. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Ωστόσο, πολλές φορές οι καταναλωτές είναι σε θέση να επηρεάσουν για παράδειγμα τον τρόπο καταβολής των δόσεων μιας οφειλής, είτε αφορά τράπεζα είτε όχι. Αυτή όμως η τροποποίηση δεν είναι αρκετή για να χαρακτηριστεί το σύνολο της σύμβασης ως προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης. Το γεγονός ότι για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι όλη η σύμβαση στο σύνολό της, προήλθε από ατομική διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, εφαρμόζονται οι ευεργετικές για τον καταναλωτή ρυθμίσεις στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης, ότι δηλαδή πρόκειται για σύμβαση, της οποίας το υπόλοιπο περιεχόμενο δεν μπόρεσε το άλλο μέρος να το τροποποιήσει ή έστω να το διαπραγματευθεί προκειμένου να το αλλάξει.
Οι περιπτώσεις όπου επιβάλλονται μεγάλες δεσμεύσεις στους καταναλωτές, λόγω καταχρηστικότητας των ΓΟΣ είναι πολλές. Ο καταναλωτής από μόνος του δεν έχει την οικονομική δυνατότητα, την οποία διαθέτει ο προμηθευτής, να κάνει δικαστικό αγώνα ή συνήθως η αξία του αντικείμενου της δίκης συνήθως είναι μικρότερη από το κόστος του δικαστικού αγώνα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν πολλοί καταχρηστικοί ΓΟΣ σε συμβάσεις και να μην προστατεύονται οι καταναλωτές. Για αυτό το λόγο δόθηκε η δυνατότητα να δημιουργούν οι καταναλωτές Ενώσεις Καταναλωτών, οι οποίες μπορούν υπό προϋποθέσεις να στραφούν δικαστικά κατά προμηθευτών. Ο νομοθέτης έδωσε στις Ενώσεις αυτές τη δυνατότητα άσκησης συλλογικής αγωγής και την υποβολή καταγγελίας σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου με σκοπό να υπερασπιστούν με συλλογικό τρόπο το συμφέρον των καταναλωτών.
του Αστέριου Παπαστέργιου για το kathemera.gr
* Ο Αστέριος Παπαστέργιος είναι Δικηγόρος, απόφοιτος Τμήματος Νομικής ΑΠΘ, κάτοχος Μεταπτυχιακού στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο (LL.M.-Eur.) του Πανεπιστημίου Ludwig Maximilians Universität του Μονάχου και υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Νομικής ΑΠΘ.