Το διαδίκτυο είναι σήμερα η κύρια πηγή ταξιδιωτικών πληροφοριών παγκοσμίως, αφήνοντας πίσω όλες τις άλλες μορφές παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και μάρκετινγκ. Ενδεικτικά, το 50% των ταξιδιωτών στην Ευρώπη χρησιμοποιούν ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να οργανώσουν το ταξίδι τους, ενώ αντιθέτως τα ταξιδιωτικά πρακτορεία και γραφεία τουρισμού ενημερώνουν μόλις το 20% των Ευρωπαίων τουριστών. Εντούτοις στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται με τον τουρισμό και έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν διαδικτυακές πωλήσεις βρίσκονται κάτω από το 50% της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο σύνολο τους οι ελληνικές πωλήσεις υπολείπονται κατά 73%. Η Ελλάδα καταλαμβάνει μάλιστα την τρίτη θέση από το τέλος, μπροστά από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία στη γενική κατάταξη με τους δείκτες διαδικτυακών πωλήσεων, ζήτησης και προσφοράς. Πρώτες έρχονται η Τσεχία, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία.

Αυτό έδειξε ανάλυση με τίτλο «Οι συνέπειες του διαδικτυακού περιεχομένου στον ευρωπαϊκό τουρισμό» της Tourism Economics, εταιρεία της Oxford Economics, που χρηματοδοτήθηκε από την Google και παρουσιάστηκε από τον ΣΕΤΕ. Σύμφωνα μάλιστα με τη μελέτη, η τουριστική βιομηχανία στην Ελλάδα θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια μακροπρόθεσμη αύξηση της ζήτησης μέχρι και 20% εφόσον ληφθούν μέτρα για την αύξηση του διαδικτυακού τουριστικού της περιεχομένου, ώστε να προσεγγίσει τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρύτερα οφέλη -συμπεραίνεται στην ανάλυση- και συμπεριλαμβανομένης της αλυσίδας εφοδιασμού, το διαδικτυακό μάρκετινγκ θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 3% και να δημιουργήσει περισσότερες από 100 χιλ. νέες θέσεις εργασίας.

Προς το παρόν όμως, μόνο το 10% των τουριστών στην Ελλάδα παίρνουν πληροφορίες μέσω του διαδικτύου ενόσω βρίσκονται εδώ, ενώ μόλις 5% έχουν κάνει κράτηση μέσω διαδικτύου. Όπως επισημαίνεται, αυτό γίνεται επειδή ακόμη δεν έχει δοθεί η απαραίτητη σημασία στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το ίντερνετ στην αύξηση των τουριστικών μεριδίων, με τις ελληνικές πλατφόρμες ενημέρωσης να παραμένουν ακόμη «φτωχές» σε περιεχόμενο και δυνατότητες.

Η μεγαλύτερη προσφορά ενημέρωσης προς τους επισκέπτες και η αυξημένη διαδικτυακή δραστηριότητα φαίνεται όμως να συνεπάγεται ταξίδια μεγαλύτερης διάρκειας αλλά και υψηλότερες μέσες δαπάνες ανά ταξίδι. Ταυτόχρονα, οι προορισμοί που είναι σε θέση να αλληλεπιδρούν πιο εύκολα με πιθανούς τουρίστες μέσω του διαδικτύου έχουν καλύτερες επιδόσεις. Από την άλλη, όπως διαπιστώνει η έρευνα, δεδομένων του χαμηλού ποσοστού διαδικτυακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, υπάρχει μεγάλη ευκαιρία επέκτασης της συγκεκριμένης αγοράς.

Τι θα πρέπει να γίνει

Για την απόκτηση μεγαλύτερων τουριστικών μεριδίων μέσω της διοχέτευσης περισσότερων πληροφοριών για τους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς, η μελέτη της Tourism Economics προκρίνει τα εξής:

– Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναπτύξουν περαιτέρω τη διαδικτυακή παρουσία τους, σε διάφορες γλώσσες, ως πρωταρχικό μέσο μάρκετινγκ και κρατήσεων. Αυτό θα πρέπει να εκτείνεται σε διάφορες πλατφόρμες και να περιλαμβάνει περιεχόμενο που να διευρύνεται συνεχώς.

– Ανάπτυξη διαδικτυακού περιεχομένου για πολιτιστικό τουρισμό. Εδώ υπάρχουν αρκετά περιθώρια ανάπτυξης για την Ελλάδα, δεδομένου πως το 45% των διαδικτυακών αναζητήσεων έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό.

– Χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ενθάρρυνση υποβολής σχολίων από πελάτες. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της έρευνας, η αφθονία πληροφοριών μπορεί να κάνει τους πιθανούς ταξιδιώτες να νιώσουν καλά ενημερωμένοι και να λάβουν πιο εύκολα αποφάσεις για τα ταξίδια τους.

Της Βίκυς Κουρλιμπίνη

Πηγή: capital.gr