Με ζάλισαν οι φίλοι μου. « Άντε κατέβα στη Θεσσαλονίκη να πιούμε κανένα καφεδάκι στην παραλία, να θυμηθούμε τα φοιτητικά μας χρόνια..». Με τα πολλά πείστηκα, παρ΄ όλη τη ζέστη και την εξοντωτική υγρασία της φτωχομάνας.
Πήρα το λεωφορείο πρωί πρωί κι ούτε κατάλαβα πώς έφτασα στα δικαστήρια της πόλης. Πρώτη στάση. Αμέσως, πλημμύρισαν τα πνευμόνια μου την αλμύρα της θάλασσας. Και κείνη την αποπνικτική κι αφόρητη ατμόσφαιρα που δεν μπορείς να αναπνεύσεις καλά καλά και θες μάσκα οξυγόνου. Ήθελα λίγο να το ζήσω το δράμα μου. Όπως στις ταινίες, άρχισα να περπατώ νωχελικά προς το λιμάνι, σκεπτόμενη όλες εκείνες τις στιγμές που ανυπόμονα έβγαινα από το κτίριο της σχολής, κατευθυνόμενη προς την παραλία. Κι ήταν σχεδόν σα να άκουγα το γέλιο μου, να μπερδεύεται με τις φωνές συμφοιτητών και φίλων, πρόσωπα χαρούμενα, ξέγνοιαστα, γεμάτα ελπίδα, γεμάτα όνειρα. Πήρα να ανεβαίνω προς τα πάνω.

Στην Τσιμισκή ήταν το ραντεβού μας. Φοβήθηκα λίγο. Ο θόρυβος, τα αυτοκίνητα, τα φανάρια, ο κόσμος. Ξεσυνήθισα από όλα αυτά. Πέρασαν μόλις έξι χρόνια και κει που έλεγα σαν να μην πέρασε μια μέρα, η πόλη αυτή με ξένιζε. Βλέπετε, τη Θεσσαλονίκη την έζησα σε καλά χρόνια (ακούγομαι λίγο σαν τη γιαγιά μου, που μας έλεγε τυχερά, επειδή γεννηθήκαμε στα «καλά τα χρόνια», ενώ αυτή είχε ζήσει την γερμανική κατοχή, τον πόλεμο, την πείνα και τη φτώχεια). Στα καλά χρόνια, δηλαδή στην προμνημονιακή εποχή, τότε που ακόμη λεφτά «υπήρχαν» και γίνονταν και «ομορφιές».

Μαγαζιά ξενοίκιαστα, άδεια, μπογιατισμένα με σπρέι και καλυμμένα με αφίσες σε δρόμους που κάποτε έσφυζαν από ζωή, από εμπορικές επιχειρήσεις και βιοτεχνίες που μίσθωναν πολυκατοικίες ολόκληρες. Πλέον οι βιοτεχνίες έφυγαν στο εξωτερικό ή διέκοψαν παντελώς τις εργασίες τους, χιλιάδες άνθρωποι απολύθηκαν, καταστήματα βάλανε λουκέτο, το μετρό τρύπησε την πόλη και την άφησε να χάσκει σαν ανοιχτή πληγή στο κέντρο της. Η κατάσταση φαντάζει απελπιστική. Ο κόσμος δεν καταναλώνει παρά μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Βυθιστήκαμε περισσότερο στην ύφεση και η ανάπτυξη που γνωρίσαμε, ήταν τόσο μα τόσο δανεική..

Επέστρεψα στη Βέροια με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κι άρχισα από μέσα μου να μετρώ τα μαγαζιά που κλείσανε και έμειναν ξενοίκιαστα στην πόλη μου. Ομολογώ ότι ανατρίχιασα στη σκέψη ότι τα περισσότερα καταστήματα που γνώρισα σαν παιδί-και δεν έχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια-δεν υπάρχουν πια. Ο εμπορικός κόσμος και η αγορά περνάει ίσως τη χειρότερη φάση που πέρασε ποτέ τα τελευταία χρόνια. Ο πεζόδρομος της Βέροιας, η οδός Κεντρικής και η Βενιζέλου, δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τους εμπορικούς δρόμους της συμπρωτεύουσας, πάντοτε με γεμάτες βιτρίνες, χλιδή, φώτα, λάμψη, πολυτελείς κατασκευές και χαρούμενους πωλητές, ήταν ο ορισμός της αφθονίας, της ευημερίας, της ανάπτυξης.

Σήμερα, βλέπει κανείς εμπόρους που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους και να μην κλείσουν. Τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν-ενοίκια, ΔΕΗ, χαράτσια, ασφαλιστικές εισφορές, προμηθευτές- και τα έσοδα λιγοστεύουν. Γέμισε η αγορά ακάλυπτες επιταγές, ακόμη και υγιών επιχειρήσεων, χρέη, απλήρωτα δάνεια, και άδειες αποθήκες. Λίγοι είναι δε οι καταστηματάρχες που πέτυχαν τη μείωση ή τον εξορθολογισμό του ενοικίου τους. Ολόκληροι κλάδοι του εμπορίου κατέρρευσαν, κατά τα άλλα η κυβέρνηση μιλά για ανάπτυξη και δείχνει να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα, νομίζοντας πως με την τελευταία μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση και το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές θα χρυσώσουν το χάπι. Ιθύνοντες και κυβερνητικοί έχουν κλείσει τα αφτιά στην κραυγή αγωνίας των φορέων που εκπροσωπούν τη μεταποίηση και το εμπόριο.

Από την άλλη μεριά, ενώ οι περισσότεροι εμπορικοί κλάδοι, ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν ένδυση, υπόδηση, αξεσουάρ, είδη πολυτελείας κ.λπ., να έχουν καταρρεύσει και πολλά καταστήματα να κλείνουν την ίδια στιγμή στη θέση τους ανοίγουν νέα, που ανήκουν σε κλάδους, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα ακριβά καταστήματα στα εμπορικότερα σημεία των πόλεων. Τον τελευταίο χρόνο, μέσα στην κρίση, οι εμπορικοί δρόμοι κατακλύζονται από αλυσίδες με αρτοσκευάσματα, σουβλατζίδικα, παγωμένο γιαούρτι, καπ κέικς, ενεχυροδανειστήρια και επιχειρήσεις περιποίησης νυχιών, μια δραστηριότητα που αυτονομείται από τα κομμωτήρια, τα οποία περνούν δύσκολες εποχές.

Οι έμποροι έχουν φωνή και μέσω έρευνας που διεξήχθη προτείνουν τα μέτρα που πρέπει κατά τη γνώμη τους να ληφθούν για την αναπτέρωση της αγοράς. Μεταξύ άλλων είναι:

• η εφαρμογή νέου φορολογικού συστήματος και πλήρης κατάργηση του ΚΒΣ,

• η διεξαγωγή σεμιναρίων από τους Εμπορικούς Συλλόγους προς όσους ενδιαφέρονται να ανοίξουν κατάστημα, ώστε να υπάρχει ενημέρωση αφενός για τους καλύτερους τρόπους έρευνας της αγοράς, αφετέρου για τα προβλήματα, τους κινδύνους και τα ενδεχόμενα ρίσκα,

• η άμεση μείωση επιτοκίων των επιχειρησιακών δανείων από τις τράπεζες και επανέναρξη χορηγήσεων, οι αλλαγές στις διαδικασίες και τον χρόνο παραμονής στη μαύρη λίστα του “Τειρεσία”,

• η κατάργηση του μέτρου των ποινικών διώξεων για μικρομεσαίους επιχειρηματίες και της οδυνηρής αυτόφωρης διαδικασίας,

• η δυνατότητα συμψηφισμού οφειλών μεταξύ επιχειρήσεων και κρατικών φορέων, ο επανασχεδιασμός του πλαισίου και των προϋποθέσεων επιδοτήσεων και διεκδίκηση όλων των νέων ευρωπαϊκών πόρων και προγραμμάτων ενίσχυσης της απασχόλησης,

• νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της “εντός κρίσης υπερχρεωμένης επιχείρησης” και ένταξής της σε όλες τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών κ.ά.

Ο Βολταίρος είχε πει πως το εμπόριο είναι το αλάτι της ζωής. Σκεφτείτε πόσα πράγματα δεν θα απολαμβάναμε αν δεν υπήρχε το εμπόριο. Στηρίξτε τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και δώστε μια ευκαιρία στο συνάνθρωπό σας να ορθοποδήσει. Άλλωστε, κύκλος είναι η ζωή..

της Χριστίνας Παπαγιώτα για το kathemera.gr

*Η Χριστίνα Παπαγιώτα είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής τμήματος ΝΟΠΕ του ΑΠΘ και Δικηγόρος Πρωτοδικείου Βέροιας.