Διάβασα χθες ένα άρθρο στους New York Times, το οποίο απ’ ότι είδα αναπαράχθηκε και σχολιάσθηκε από τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο είχε τίτλο «Μαθήματα ηθικής του Ευρώ».
Με λίγα λόγια, ο αρθρογράφος σύγκρινε την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας και της Ελλάδας, και κατέληγε στην αναξιοκρατία που επικρατεί στη χώρα μας λόγω των γνωστών φακελακίων και ρουσφετιών. Χαρακτηριστικά δε, αναφέρει ότι «τα οικονομικά στην Ελλάδα είναι μάλλον διαφορετικά. Είναι ένα “παρακλάδι εφευρετικότητας”{…}Για τους Έλληνες, το να ακολουθείς τους κανόνες, είναι ένα είδος ανοησίας.». Περιγράφει πολύ στοχευμένα και δηκτικά την επικρατούσα αντίληψη «Μπες στο δημόσιο να βολευτείς..», γεγονός που σήμαινε ότι αν δουλεύει κανείς στο δημόσιο τομέα θα έχει μια ισόβια θέση, έναν καλό μισθό, μια σίγουρη σύνταξη και ίσως κάποιο φακελάκι για τυχόν εξυπηρέτηση που θα έκανε, μια αντίληψη που καλλιεργήθηκε από τους πολιτικούς αυτής της χώρας, ως αμιγώς ψηφοθηρικό μέτρο. Γράφει εκτενώς για τον πρωθυπουργό, δηλώσεις του ως προς τις μεταρρυθμίσεις και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ομπάμα, καθώς και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ενώ μένει σε μία φράση του τελευταίου από μία συνέντευξη: «..ο ιδιωτικός τομέας επιβαρύνθηκε με 1,3 εκατ. ανέργους από το ξέσπασμα της κρίσης και ο δημόσιος τομέας, ουσιαστικά, με μηδέν. Επειδή οι μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν, ο ιδιωτικός τομέας φορολογήθηκε και τιμωρήθηκε ως εναλλακτική…». Κλείνοντας το άρθρο του, επισημαίνει ότι «οι Έλληνες πρέπει να μάθουν κάτι από τα οικονομικά σαν φιλοσοφία της ηθικής».
Η ανάγνωση αυτού του άρθρου με προβληματίζει, με θυμώνει, με μπερδεύει. Ανάμικτα τα συναισθήματα, διότι, αφενός βιώνω την προπεριγραφείσα κατάσταση, στο κοινωνικό, φιλικό μου περιβάλλον, αλλά και μέσα στην οικογένειά μου, καθώς η μητέρα μου πίστευε ότι μια θέση στο Δημόσιο εξασφάλιζε το μέλλον μου(!). Δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι χωρίς τα απαραίτητα προσόντα καταλάμβαναν θέσεις του δημοσίου τομέα, απλά επειδή ήταν από «τζάκια» ή ήταν «πυρήνες» ψηφοφόρων. Δεν είναι περίεργο που οι υπηρεσίες ήταν χωρισμένες και διακριτές με βάση το «χρώμα», σαν του Πράσινους και τους Βένετους στο Βυζάντιο, ή την κομματική παράταξη. Από τη μεταπολίτευση, σαράντα σχεδόν χρόνια τώρα, η καραμέλα της κομματικής ταυτότητας δεν έχει χάσει τη γεύση της. Η διαφθορά και η αναξιοκρατία δεν είναι έννοιες χθεσινές. Αλλά δεν είναι ασθένειες γονιδιακές του Έλληνα. Ας αναλογιστεί κανείς ότι μετά την απελευθέρωση της χώρας από την Οθωμανική αυτοκρατορία, από την οποία μας έμεινε και η λέξη «ρουσφέτι», συνεπώς ήταν και η πρώτη διδάξασα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν «διέθετε» ανθρώπους ικανούς να την κυβερνήσουν.
Για το λόγο αυτό μας βοήθησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις να αποκτήσουμε βασιλιά ξενοφερμένο και υπαλλήλους μεγαλωμένους στα εξωτερικά ή και ξένους. Αυτοί που ήταν οι πρώτοι δάσκαλοι στην οικονομική ανηθικότητα, μας κατηγορούν σήμερα ως εραστές του ρουσφετιού και του φακελακίου. Μπορεί στη γλώσσα τους να μη υπάρχουν αυτές οι λέξεις, υπάρχουν άλλες με την ίδια έννοια. Οι «μίζες», η ψηφοθηρία, η εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, η απαρέγκλιτη τήρηση του μακιαβελικού δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» δεν είναι εφευρέσεις ελληνικές. Κατά την ταπεινή προσωπική μου άποψη, η διαφορά μεταξύ της ελληνικής και των άλλων χωρών πραγματικότητας είναι στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Και φυσικά, δεν μιλώ για καταστολή της παρά τω νόμω συμπεριφοράς αλλά για την πρόληψη αυτής. Ανατρέχοντας στην ιστορία αλλά και στη δικαιϊκή οργάνωση κάθε χώρας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ρουσφέτι, το φακελάκι, η μίζα, η εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων μεγατόνων ή όπως αλλιώς αν θέλετε να το ονομάσετε είναι προνόμιο συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων. Υπάρχει μια ιεραρχία, η οποία δεν παρακάμπτεται και η άρχουσα τάξη πείθει τους πολίτες ότι δεν πρέπει να παρανομούν, διότι το οικονομικό σύστημα διέπεται από τους κανόνες της ηθικής (!).
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε πρόληψη ούτε καταστολή της «οικονομικής ανηθικότητας». Άνθισε, όπως ανθίζει παντού στον κόσμο. Η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα, που ίσως είχε τα εχέγγυα μιας τέτοιου είδους ηθικής υπήρξε μόνο μια ιδέα, πρακτικά μη εφαρμόσιμη, εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου. Γι΄ αυτό δεν κατάλαβα ποτέ γιατί τιτλοφορούσαν άρθρα περί οικονομικών ζητημάτων με τη λέξη «σκάνδαλο». Σήμερα, γίνονται δειλά βήματα προς την εξυγίανση, αλλά, κατ’ αρχήν οφείλουμε να αλλάξουμε τη νοοτροπία εμών και των επόμενων γενεών και μετά να επιτύχουμε την ίαση.
της Χριστίνας Παπαγιώτα