Κάθε μέρα κάνω την ίδια διαδρομή προς το γραφείο μου. Περνάω από τους ίδιους δρόμους, τα ίδια στενά, βλέπω τους ίδιους τοίχους, τα ίδια συνθήματα. Άλλα  γραμμένα με σπρέι, άλλα με μαρκαδόρους, άλλα ζωγραφισμένα, άλλα με στιλό ή μολύβι. Χθες το μάτι μου έπεσε σε μια φράση, γραμμένη με μικρά και όχι κεφαλαία γραμματάκια, με στιλό απλό και όχι μαρκαδόρο, ίσα να φαίνεται, σα να ΄ναι μια μικρή, ψιλή φωνή στο βάθος ενός πηγαδιού. Έμοιαζε περισσότερο με σκέψη, που δειλά αποτυπώθηκε στον τοίχο της πολυκατοικίας παρά με μήνυμα που απευθύνεται σε αποδέκτες: «Γεννήθηκα νεκρός».

Δεν γνωρίζω τι ήταν αυτό που ώθησε τον άνθρωπο να γράψει αυτή τη φράση. Δεν θέλω ούτε να τον αναλύσω, ούτε να τον εξηγήσω, ούτε να μπω στο μυαλό του ή στην ψυχή του. Απλά αισθάνθηκα την αλήθεια αυτής της φράσης, τη δύναμή της, την ενέργειά της. Τη βρήκα γραμμένη στους τοίχους του δικού μου μυαλού, τη συνάντησα πολλές φορές μέσα στην ψυχή μου, την ένιωσα άλλες τόσες μέσα στη ζωή μου. Μολαταύτα, παραμένω ένα πλάσμα αισιόδοξο και γεμάτο αγάπη για τη ζωή. Όσο δύσκολη και άσχημη κι αν είναι. Όμως παλεύω. Όπως οι περισσότεροι συνάνθρωποί μου αγωνίζονται και μάχονται καθημερινά.

Ωστόσο, δεν μπορώ να μη νιώσω και τον αδύναμο σφυγμό της πόλης και της χώρας. Βαριανασαίνει ο κόσμος. Πνίγεται, ψάχνει αέρα να αναπνεύσει, ξεφυσά. Είναι φορές που μόνο δάκρυα βλέπω στα πρόσωπα, στην καρδιά κλεφτά στις ματιές. Και καταλαβαίνω πως οι νεότερες γενιές αισθάνονται  καταδικασμένες. Βιώνουν το αδιέξοδο καθημερινά μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στις σχολές, στην εργασία, στο φιλικό τους περιβάλλον. Ζουν την απόλυση, τη διαθεσιμότητα, την κινητικότητα, τη μείωση μισθών, την κατάρρευση των ταμείων, την ανεργία, την ύφεση και την εξαθλίωση. Έχουν συσσωρεύσει γνώσεις και πτυχία που δεν ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν βρίσκουν εργασία, δεν εφαρμόζουν στην πράξη τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους, δεν βρίσκουν ένα λόγο για να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, ίσως έχουν χάσει και το κίνητρο και τα μέσα για να τα πραγματοποιήσουν.

Σίγουρα, κάπου εδώ αισθάνεται κανείς το «γεννήθηκα νεκρός». Μα είμαστε τόσο καλά προγραμματισμένοι γι΄ αυτή την κατάσταση που αρνούμαστε να καταλάβουμε ότι η ζωή βρίσκεται έξω στο δρόμο. Βρίσκεται σε κάθε όχι, σε κάθε αντίσταση, σε κάθε αντίδραση. Αλλά το όχι είναι δύσκολο. Θέλει μαγκιά, θέλει αλήθεια, θέλει προσπάθεια, θέλει σύγκρουση. Όχι με το κατεστημένο. Αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. Απαιτεί αφύπνιση, απαιτεί να ξεβολευτούμε από τη φωλίτσα μας και να κυνηγήσουμε. Η μεγαλύτερη θηλιά που μας εμποδίζει να ζήσουμε είμαστε εμείς οι ίδιοι. Όταν πάψουμε να λέμε «δεν μπορώ», θα εξανεμιστούν όλες οι δικαιολογίες που βρίσκαμε για να μην δράσουμε.

Μέσα σε κείνο το σκοτεινό δωμάτιο, με τις κακές σκέψεις, την αμφιβολία, την απόγνωση, την απογοήτευση, βρείτε το σημείο που είναι πιο φωτεινό, απλώστε την πραμάτεια σας, τα υλικά σας και με χαμόγελο και μεράκι εργαστείτε. Ενεργοποιείστε τη φαντασία σας, ακούστε την καρδιά σας και διαλέξτε αυτό που αγαπάτε. Μπορεί να μην επιτύχετε, να μην τα καταφέρετε, να δυσκολευτείτε και να βρεθείτε ξανά στην αφετηρία. Θα έχετε ζήσει, όμως, τη διαδρομή. Θα έχετε κάνει πράγματα που επιθυμείτε. Θα έχετε γεμίσει με την ικανοποίηση της προσπάθειας. Αν πάλι, είστε ευχαριστημένοι ως έχουν τα πράγματα, χαρά σε εσάς. Καθένας από εμάς αλλιώς αντιλαμβάνεται τη ζωή, απλά μένει να ανακαλύψει όλες αυτές τις στιγμές που τον κάνουν ζωντανό.

Δίπλα στη σκέψη ή και τη διαπίστωση, αν θέλετε, του «γεννήθηκα νεκρός», υπάρχει ένα σύνθημα για επανάσταση. Κι αναρωτιέμαι, γιατί αρκούμαστε μόνο στο σύνθημα στον τοίχο. Μήπως επειδή είναι ανώνυμο και ανώδυνο; Μου θυμίζει πολύ τον τύπο από τους 10 μικρούς Μήτσους του Λαζόπουλου το πάλαι ποτέ, που φορώντας τις πιτζάμες του στο διαμέρισμά του με χαμηλή φωνή κατέκρινε τα κακώς κείμενα και έβριζε την τύχη του, φοβούμενος μη τον ακούσει κανείς. Ας αναρωτηθούμε, πόσες φορές υπήρξαμε αυτός ο τύπος και πόσες φορές αυτός που διεκδίκησε με βροντερή φωνή τη ζωή.

της Χριστίνας Παπαγιώτα