Η ανάπτυξη της παραγωγής αιολικής ενέργειας αναμένεται να επιβραδυνθεί κατά τα επόμενα χρόνια, εξαιτίας των περικοπών στις επιδοτήσεις εντός των προϋπολογισμών των ΗΠΑ και της Ευρώπης, έπειτα από 15 χρόνια συνεχούς κατασκευής τους, αναφέρει έρευνα.

Η έρευνα του Παγκόσμιου Συμβουλίου Αιολικής Ενέργειας (GWEC) και της Greenpeace που δόθηκε σήμερα (14 Νοεμβρίου) στη δημοσιότητα, διευκρινίζει ότι εξαιτίας της χειμαζόμενης παγκόσμιας οικονομίας και της αποτυχίας να δημιουργηθούν δόκιμες εμπορικές συνθήκες που θα ενισχύσουν περισσότερες πράσινες επενδύσεις, αναμένεται ότι η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας δε θα μπορεί να επιταχυνθεί, παρά μόνο μετά το 2020.

Η ισχύς των αιολικών εγκαταστάσεων παγκοσμίως, έφτασε στα 240 Γιγαβάτ στο τέλος του 2011, αλλά το 2013 προοιωνίζεται δύσκολη χρονιά για τον κλάδο, λόγω του δυσχερούς περιβάλλοντας της διεθνούς χρηματοδότησης.

«Επειδή εκλείπουν τα μέσα για την καθιέρωση μιας διεθνούς τιμής του άνθρακα, και ταυτόχρονα αυξάνεται η ζήτηση στις χώρες του ΟΟΣΑ ενώ δεν υπάρχουν τάσεις οικονομικής ανάκαμψης, ο ρυθμός της ανάπτυξης για τον κλάδο, θα επιβραδυνθεί ουσιαστικά κατά τα επόμενα χρόνια», ανέφερε η έκθεση.

Παρόλα αυτά, η συνολική εγκατεστημένη δυναμικότητα μπορεί ακόμη να φτάσει τα 759 Γιγαβάτ έως το 2020 –αυτό σημαίνει ότι θα παρέχουν το 12% της παγκόσμιας ηλεκτρικής ενέργειας- και θα συνεχίσει να αυξάνεται και μέσα στη δεκαετία ως και το 2030, μπορεί και να φτάσει τα 1.600 Γίγαβάτ, αναφέρει η έκθεση.

Εάν η παρούσα αβεβαιότητα στην αγορά ξεπεραστεί στο κοντινό μέλλον, μπορεί να φτάσει στα 1.150 Γιγαβάτ έως το 2020 και ως τα 2.500 Γιγαβάτ έως το 2030.

Επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας

Η Κίνα, που συνιστά τη μεγαλύτερη αγορά αιολικής ενέργειας, είχε συνολικά εγκατεστημένη ισχύ που ξεπερνούσε τα 62 Γιγαβάτ τον περασμένο χρόνο. Παρά το ότι ανάπτυξη είναι πιθανό να επιβραδυνθεί μετά το 2015, η Κίνα θα εξακολουθεί να είναι ο ηγέτης της αγοράς.

«Η πρωτοφανής ανάπτυξη στην Κινεζική αγορά αιολικής ενέργειας έχει ξεπεράσει την ικανότητα των φορέων και του δικτύου να τη διαχειριστούν», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι πάνω από 10 δισεκατομμύρια Κιλοβάτ Αιολικής Ενέργειας χάθηκαν τον τελευταίο χρόνο, επειδή το δίκτυο δεν είχε τη δυνατότητα να τα απορροφήσει.

Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) έχει εκτιμήσει ότι η Κινεζική αγορά θα εμφανίσει πτώση στο ποσοστό των ετήσιων εγκαταστάσεων, καταλήγοντας σε μια συνολική ικανότητα 179 Γιγαβάτ, έως το 2020.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αιολικής Ενέργειας επεσήμανε ότι η παραπάνω πρόβλεψη είναι απαισιόδοξη, δεδομένου των δεσμεύσεων της Κινεζικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας.

Αντίθετα, συνολικά η ισχύς που έχει εγκατασταθεί, μπορεί να φτάσει τα 125 Γιγαβάτ ως το 2015, να φτάσει στα 214 Γιγαβάτ ως το 2020 και στα 400 Γιγαβατ ως το 2030, αλλά οι υποδομές και οι διαμετακομιστικές γραμμές πρέπει να βελτιωθούν, ώστε να φιλοξενήσουν περισσότερη αιολική ενέργεια στο δίκτυο.

Παρά το ότι οι νέες αγορές στη Λατινική Αμερική, Αφρική και Ασία αναδύονται, οι δυνατότητες ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση δε θα είναι θεαματικά μεγάλες, αναφέρει η έκθεση.

Η αγορά των ΗΠΑ αναπτύχθηκε περισσότερο από 30% τον τελευταίο χρόνο, με μια συνολική εγκατεστημένη ικανότητα 47 γιγαβάτ. Έως το 2020, οι νέες εγκαταστάσεις στη Βόρεια Αμερική μπορούν να αναπτυχθούν , με ρυθμούς που φτάνουν τα 14 γιγαβάτ κάθε χρόνο, έως το 2030.

Αυτό συνάδει με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας για 8 Γιγαβάτ ανά χρόνο ως το 2015, μειούμενο στα 6.7 Γιγαβάτ έως το 2020 και στα 5.9 Γιγαβάτ από το 2022 έως το 2029.

«Όλα καταδεικνύουν εντυπωσιακή ανάπτυξη κατά το 2012, παρά τις ισχνές προοπτικές στο θολό τοπίο των αγορών κατά το 2013, που θα εξαρτηθεί από τις φορολογικές ελαφρύνσεις», τονίζεται στην έκθεση, η οποία αναφέρεται σε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κλάδος που απέφερε επενδύσεις σε αιολικά πάρκα στις ΗΠΑ, μεγαλύτερες από 15 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο.

Η πρόβλεψη για τις ελαφρύνσεις αυτές θα εκπνεύσει στο τέλος αυτού του χρόνου, όμως υπάρχει πίεση από το Κογκρέσο των ΗΠΑ για την παράτασή της.

Την ίδια στιγμή, η συνολική εγκατεστημένη ικανότητα της Ευρώπης, ανήλθε στα 94.3 Γιγαβάτ το 2011, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί στα 138 Γιγαβάτ έως το 2015 και έπειτα, με έναν πιο υγιή ρυθμό, να φτάσει στα 211 Γιγαβάτ έως το 2020 και στα 372 Γιγαβάτ έως το 2030.

Πηγή: euractiv.gr