Photo: Konstantinos Tsakalidis / Fosphotos.com

Το πρωί η πλατεία ανήκει στους γέροντες. Σκοτεινοί, χασομέρηδες, με σκούφους και ρούχα σκουρόχρωμα, μαύρα, σταχτιά, πένθιμα –παλιού καιρού- στέκονται εκεί, με λόγο, στριγκό, τρεμουλιαστό, δυσάρεστο, ενοχλητικό, θλιβερό. Κάθονται στα παγκάκια, περνούν το χρόνο τους, στα παγκάκια, κάποιοι όρθιοι.

Μιλούν. Συνήθως όλοι μαζί. Χάβρα. Είναι δυο τρεις που δεν συμμετέχουν επιδεικτικά, βουβοί, σιωπηλοί, θα έρχονται από άλλες περιπέτειες, κληρωτοί άλλης εποχής, άλλης μάχης, το βλέμμα τους ζωηρό, καλοσυνάτο, τρυφερό σε πρόσωπα που έχουν χαράξει δεκαετίες. Ένας στην άκρη τραγουδάει, επαναλαμβάνει διακεκομμένα, μονότονα τη λέξη , αμπέ-λια, αμπέ-λια … σχεδόν όλοι κρατούν μαγκούρες. Χειρονομούν. Κραυγάζουν.

Αριθμοί, χρήματα, ευρώ, δάνεια, τράπεζες, επιδοτήσεις, φάρμακα, γιατροί, συνταγές, συντάξεις, ονόματα πολιτικών, υπουργών, τοπικών βουλευτών, ανάμικτα μ’ εκείνα τηλεοπτικών αστέρων-των ερωτικών ειδήσεων και σκανδάλων. Χρήματα, το μάτι τους, το σάλιο τους. Τηλεόραση. Κόμματα. Πτώματα. Λέξεις των ειδήσεων, μασέλες χάσκουν, φτύνουν.

Δίπλα τους, πάνω τους, στο κέντρο, το άγαλμα, ο ήρωας, ο πρόγονος, το μάρμαρο το λευκό . Αλλού το βλέμμα του.

Το μεσημέρι αποσύρονται. Χάνονται. Η πλατεία αδειάζει.

Αργότερα, εμφανίζονται άλλες φυλές, εργατικές, κουρασμένες, ντόπιες, ξένες, περαστικές. Κάθονται στα παγκάκια, βγάζουν σάντουιτς, σουβλάκια, μέσα από πλαστικές σακούλες, τρώνε, κοιτάζοντας ανήσυχα δεξιά- αριστερά, καχύποπτα, καταπίνουμε γρήγορα γρήγορα σαν κυνηγημένοι. Πίνουν ρετσίνες, κόκα –κόλα, μπίρες, σκουπίζονται με τα χέρια, πετούν χαρτιά, κουτιά κάτω. Κάποιοι όχι, τα μαζεύουν προσεχτικά, τα ρίχνουν στα καλάθια, ψάχνουν τη βρύση, πλένουν τα χέρια το πρόσωπο, σκουπίζονται με το ρούχο, με το πουκάμισο. Δεν μιλούν μεταξύ τους, ακόμα κι αυτοί που έρχονται παρέα, μόνο νεύματα, χειρονομίες κοφτές. Οι πιο πολλοί είναι μόνοι τους. Αφού φάνε και πιουν, στρώνουν μαξιλάρι τα ρούχα τους, τα μπαγκάζια, ξαπλώνουν στα παγκάκια. Φτιάχνουν αυτοσχέδια όργανα, παίζουν μουσικές, σκοπούς άγνωστους. Άλλοι ανεβαίνουν πάνω στο παγκάκι σαν το πουλί στο βράχο, το βλέπεις, το καταλαβαίνεις, έχουν έρθει από μακριά, στέκονται ώρα πολλή έτσι, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, σκοτεινά, ανερμήνευτα, ξερά στα χείλη, στο μάτι υγρά. Καπνίζουν. Ταξιδεύουν. Αργά το απόγευμα φτάνουν. Κατεβαίνουν, ακούν το γάβγισμα, το ουρλιαχτό, φεύγουν. Διωγμένοι. Προγκιγμένοι. Όλοι. Το άγαλμα ξένο. Άγνωστο.

Αμέσως μετά καταφτάνουν οι πιτσιρικάδες, φωνές, γέλια, χρώματα, πατίνια, σκεητμποαρντ, ρόδες, τσάντες, τατουάζ, σανίδες. Με την τρισύλλαβη λέξη, σκουλαρίκι, σκουλήκι στη γλώσσα- Εθνικός Ύμνος. Αγόρια, κορίτσια, μαζί, προσευχή,sms,αντίχειρας Θεός, γρήγορος, σβέλτος, πεταχτός, κεραυνοβόλος. Λέξεις, λόγια, ρούχα, μόδες τόσο καινούρια τόσο παλιά. Φιλιά, φιλίες, ζήλιες, ζαβολιές, κλάματα, κλοτσιές, αγκαλιές,sms, sms, λέξεις ασήμαντες, σημαντικές. Το κινητό, πουλί στο χέρι, στην παλάμη. Χτυπημένο, μικρό πουλί, σπαρταράει. Το κινητό. Οι κωδικοί. Τα φιλιά η αναζήτηση στα xx.Τα λόγια γραμμένα αλλιώς, αλφάβητο γκρεμός. Βρες με. Είμαι. Είμαι κάθε βράδυ εκεί στη πλατεία, στο δασός, στα φώτα ψηλά, στις κολώνες, στα φύλλα θροΐζω, λέξη καινούργια, στη σελήνη. Νερό. Βρες με. Είμαι. Στο άγαλμα.

Τις μικρές ώρες, βγαίνουν τα μεγάλα βάσανα. Αργά πολύ αργά έρχονται. Χαμένοι χρόνια μέσα στα σπίτια τους, κρυμμένοι μέσα στους θάμνους, τα φύλλα που πέφτουν, σαπίζουν, βγαίνουν, μετά τα μεσάνυχτα,όταν η πλατεία είναι αδειανή. Σκυλιά, λύκοι, αρνάκια του Θεού, έτοιμα για όλα, για όλους. Μυρίζουν, οσμίζονται τον αέρα ,ξέρουν την οσμη,τη μυρωδιά, το μύρο και τη μοίρα τους. Γνωρίζουν το μερτικό τους, τον κλήρο τους, την τύχη τους .Ξέρουν ποιοι πέρασαν ποιοι κάθισαν,τι είπαν, τι έκαναν, τι έπαθαν, τι μαρτύρησαν, τι έδωσαν τι πήραν. Ξέρουν. Ξέρουν το τσάκισμα , το γονάτισμα, το μοίρασμα στο Μυστικό Δείπνο. Γνωρίζουν το κρύο, το κοκάλωμα, το μάρμαρο, τη σκόνη τη λευκή, το άγαλμα.

Του Θοδωρή Γκόνη

Πηγή: protagon.gr