Συμμετέχουν πάνω από 800 συγγραφείς και εκδότες απ’ όλο τον κόσμο.
Μια συζήτηση που ξεκινά από τη λογοτεχνία για να καταλήξει και πάλι σ’ αυτή, είναι μια αποτυχημένη συζήτηση. Ο θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας Τέρι Ίγκλετον, στον οποίο αποδίδεται τούτη η παρατήρηση, μάλλον έχει δίκιο. Κάθε χρόνο, κατά τις τρεις τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου, η λογοτεχνία και οι προβληματισμοί που αυτή πυροδοτεί έχουν μόνο έναν προορισμό: το Εδιμβούργο.
Η πρωτεύουσα της Σκοτίας δικαίως υπερηφανεύεται ότι διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα και πιο δυναμικά πολιτιστικά φεστιβάλ παγκοσμίως: το Διεθνές Φεστιβάλ Εδιμβούργου. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο βρίσκεται εν εξελίξει (11-27 Αυγούστου 2012) το Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου του Εδιμβούργου που ξεκίνησε το 1983 και άρχισε να εδραιώνεται από το 1997.
Πάνω από 800 συγγραφείς και επαγγελματίες του εκδοτικού χώρου απ’ όλο τον κόσμο, συμμετέχουν σε παραπάνω από 750 εκδηλώσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού. Το Εδιμβούργο (που πρώτο έχρισε η UNESCO «Πόλη της Λογοτεχνίας») υπήρξε πόλη πρωτοποριακή σε ό,τι αφορά τη διοργάνωση και τη διαμόρφωση των φεστιβάλ για τη λογοτεχνία, το βιβλίο και τις ιδέες, όπως τα ξέρουμε σήμερα.
Εφέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την ιστορική και επεισοδιακή συνάντηση γνωστών συγγραφέων που έλαβε χώρα εκεί το 1962, στην οποία συμμετείχαν η Μίριελ Σπαρκ, η Μαίρη ΜακΚάρθι, η Ρεμπέκα Γουέστ, ο Χένρι Μίλερ, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Λόρενς Ντάρελ και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ μεταξύ των άλλων.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Βιβλίου του Εδιμβούργου σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο διοργάνωσε (στα πρότυπα εκείνης της πενθήμερης συνάντησης με τις δημόσιες συζητήσεις) την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Συγγραφέων 2012-2013 η οποία ξεκίνησε από την πρωτεύουσα της Σκοτίας (με 50 συγγραφείς από την Αργεντινή μέχρι το Πακιστάν) και θα συνεχιστεί σε 15 διαφορετικές πόλεις του κόσμου τον επόμενο χρόνο διερευνώντας το ρόλο που επιτελεί σήμερα η λογοτεχνία.
Οι συγγραφείς κατέθεσαν τις απόψεις τους και συζήτησαν θέματα τα οποία φαίνεται ότι συνιστούν ένα διαχρονικό πεδίο προβληματισμού. Πρέπει η λογοτεχνία να έχει έναν πολιτικό στόχο; Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, το ύφος ή το περιεχόμενο ενός έργου; Τι εννοούμε όταν λέμε «εθνική λογοτεχνία»; Από τι είδους λογοκρισία απειλείται σήμερα ο συγγραφέας και ποια η σχέση της με τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Έχει μέλλον το μυθιστόρημα ως μορφή και ως λογοτεχνικό είδος; Αυτή η σειρά των δημόσιων διαξιφισμών μεταξύ λογοτεχνών θεωρείται (και είναι) μια από τις ατραξιόν του Φεστιβάλ Βιβλίου του Εδιμβούργου.
Ο Σκοτσέζος Ίρβιν Γουέλς, συγγραφέας του γνωστού «Trainspotting» (στα ελληνικά από τις εκδ. Οξύ), καταφέρθηκε εναντίον του Βραβείου Μπούκερ λέγοντας ότι επιβραβεύει με μια εξαιρετικά ιμπεριαλιστική διάθεση (στα πρόσωπα των ήδη βραβευθέντων) την «αγγλικότητα» (ε.α. του englishness) της μεσαίας και ανώτερης τάξης και τους πολίτες από τις πρώην αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να νομιμοποιήσει τη διεθνή του απήχηση. Το βραβείο, τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος, «εδράζεται στην αλαζονική ιδέα ότι αυτή η “αγγλικότητα” έχει καταστεί το πολιτισμικό μέτρο σύγκρισης σύμφωνα με το οποίο πρέπει να κρίνεται όλη η λογοτεχνία». Μίλησε επίσης για εχθρική διάθεση απέναντι στους Σκοτσέζους συγγραφείς, για τους «αλαζόνες» της άλλης πλευράς και για «πνευματική πλαδαρότητα». Κάποιος του απάντησε ότι ο εθνικισμός είναι κακό πράγμα.
Από την άλλη, ο βραβευμένος με Μπούκερ Ίαν ΜακΓιούαν απέρριψε οποιαδήποτε θεωρία τον χαρακτηρίζει «βρετανό» συγγραφέα (πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του ημιαυτοβιογραφικό-κατασκοπευτικό μυθιστόρημα «Sweet Tooth») λέγοντας ότι οι Άγγλοι και οι Σκοτσέζοι συγγραφείς έχουν πολιτισμικές διαφορές, έχουν διακριτές ρίζες επιρροής και τρόπους έκφρασης. «Δεν υπάρχουν βρετανοί ποιητές, ούτε βρετανοί μυθιστοριογράφοι. Είμαι ένας άγγλος συγγραφέας, όπως υπάρχουν Σκοτσέζοι ποιητές και Σκοτσέζοι μυθιστοριογράφοι» είπε, υπογραμμίζοντας ότι η λογοτεχνική παράδοση δεν είναι ένα στοιχείο ενοποιητικό στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τι μορφή θα έχει άραγε το μυθιστόρημα στο μέλλον; Ο Τσάινα Μιέϊβιλ είπε ότι οι ρυθμίσεις στην ψηφιακή μας εποχή κατά της πειρατείας στο διαδίκτυο και στον χώρο του ηλεκτρονικού βιβλίου πέρα από υποκριτικές είναι και ατελέσφορες. Όπως ακριβώς οι ακροατές ανακατεύουν (remix) τα μουσικά άλμπουμ και τα «μοιράζονται» με τη βοήθεια των νέων μέσων επικοινωνίας, προέβλεψε ο νεαρός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, έτσι θα κάνουν και οι αναγνώστες με το περιεχόμενο των μυθιστορημάτων οσονούπω…
Η Άλι Σμιθ υπερασπίστηκε το ύφος και τον Τζέιμς Τζόις, με αφορμή τα όσα είπε ο Πάουλο Κοέλιο για τον «Oδυσσέα», λέγοντας ότι «μια ιστορία είναι το ύφος της», ότι το λογοτεχνικό ύφος διαμορφώνει καταλυτικά αυτό το οποίο αφηγούμαστε. Η Αιγύπτια συγγραφέας και ακτιβίστρια Αχντάφ Σουέιφ, που έγραψε ένα χρονικό για την Πλατεία Ταχρίρ («Κάιρο: η πόλη μου, η επανάστασή μας», εκδ. Μεταίχμιο, 2012) είπε ότι τα πρόσφατα γεγονότα στην πατρίδα της είναι ακόμα νωπά και δεν μπορούν να αποτελέσουν υλικό για μια μυθοπλασία.
Μεγάλο ενδιαφέρον είχαν οι απόψεις της νέας γενιάς μεταναστών συγγραφέων, με καταγωγή από την Ανατολική Ασία κυρίως που έχουν να διαχειριστούν καλλιτεχνικά τα τραύματα που αφήνουν καθεστώτα όπως αυτά της Κίνας, της Καμπότζης και της Βόρειας Κορέας. Απ’ αυτούς έχουμε γνωρίσει ήδη την γεννημένη στο Πεκίνο, βραβευμένη συγγραφέα Γιγέν Λι (ζει στην Αμερική και γράφει στα αγγλικά) με τη συλλογή διηγημάτων της «Χίλια χρόνια καλές προσευχές» (Καστανιώτης, 2010) που ρίχνει φως στη σύγχρονη ιστορία της Κίνας, μια ιστορία γεμάτη ενοχή και καταπίεση.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες εκλήθησαν να καταδικάσουν γραπτώς ένα νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα στην Αριζόνα ο οποίος απαγορεύει τη διακίνηση λογοτεχνικών βιβλίων στα δημόσια σχολεία που αφορά όμως μόνο συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες.
Πηγή: hbnews.gr