Όσοι αρθρογραφούν, αλλά και όσοι συχνά συμμετέχουν ως σχολιαστές σε διαδικτυακά πόρταλς, γνωρίζουν εκ πείρας ότι υπάρχουν ορισμένα θέματα που προκαλούν θύελλα αντιδράσεων υπό τη μορφή επιθετικών, προσβλητικών, ακόμα και ρατσιστικών σχολίων. Τα ‘ευαίσθητα’ θέματα, αυτά δηλαδή που μία ομάδα αναγνωστών αδυνατεί να συζητήσει πολιτισμένα και με ψυχραιμία, χωρίς να καταφύγει σε προσωπική επίθεση κατά του κειμενογράφου και των σχολιαστών που συμφωνούν με την οπτική του, είναι συνήθως: η εθνική ιστορία, ο ρατσισμός, η θρησκεία, το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η σεξουαλικότητα, ο φεμινισμός.

Υπάρχουν επίσης ορισμένα θέματα που λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων έχουν παρουσιαστεί, τόσο από τα κόμματα, όσο και από τον τύπο, με τρόπο που διαστρέφει την πραγματικότητα ή παραλείπει μέρος της αλήθειας. Τα θέματα αυτά είναι δύσκολο να συζητηθούν στις σωστές τους διαστάσεις, ακόμα κι αν αναλυθούν και παρουσιαστούν από τους πιο εξειδικευμένους επιστήμονες ή ερευνητές. Ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον, τη χρήση προς δημόσιο όφελος της δημόσιας περιουσίας, την ανάγκη εξυγίανσης του κράτους, ή στοιχειωδών μεταρρυθμίσεων στην δημόσια παιδεία, έχουν πλέον καταχωρηθεί στην κοινή συνείδηση με τρόπο που κάνει πολύ δύσκολη κάθε απόπειρα διαλόγου.

Υπάρχουν, τέλος, κάποιοι αρθρογράφοι που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (π.χ. νεαρή ηλικία, εθνική καταγωγή, φύλο) αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, με αποτέλεσμα αρκετοί αναγνώστες να αμφισβητούν ευκολότερα τις προθέσεις ή τις γνώσεις τους επί των θεμάτων που παρουσιάζουν.

Το πρόβλημα δεν είναι η κριτική. Όταν η κριτική βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα και παράθεση στοιχείων όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται προσβλητική, όσο σκληρή κι αν είναι, αλλά πρέπει να εκλαμβάνεται ως δείγμα σεβασμού προς τον αρθρογράφο, αφού ο σχολιαστής φαίνεται να έχει πάρει σοβαρά την άποψη που εκφράζει το κείμενο και πιστεύει ότι αξίζει να εμπλακεί στην συζήτηση. Συχνά όμως το κείμενο χρησιμοποιείται από ορισμένους ως αφορμή για να σχολιάσουν όχι τις απόψεις του αρθρογράφου αλλά την προσωπικότητα του, όπως αυτοί την φαντάζονται.

Θα δώσω μερικά προσωπικά παραδείγματα: γράφω για το Gay Pride και ορισμένοι επιχειρούν να συνδέσουν τις απόψεις μου με τις σεξουαλικές προτιμήσεις μου, όπως τις φαντάζονται. Ασχολούμαι με ένα βιβλίο παραλογοτεχνίας ‘σοφτ πορνό’ και κάποιοι συμπεραίνουν ότι ο λόγος που δεν μου αρέσει η υποταγή της άβουλης ηρωίδας στον πανίσχυρο επιχειρηματία, είναι η απουσία S&M από την ερωτική μου ζωή. Αναλύω με όρους κοινωνικής ψυχολογίας, την συνάφεια της αύξησης των αυτοκτονιών στη χώρα μας και της λεπτομερειακής προβολής των μεθόδων αυτοχειρίας από τα ελληνικά ΜΜΕ, και τα σχόλια των αναγνωστών δεν έχουν σχέση με τα στοιχεία που παραθέτω, αλλά με το κόμμα που φαντάζονται ότι ψήφισα.

Γιατί τόσοι σχολιαστές φαίνεται να αδυνατούν να συζητήσουν για το περιεχόμενο ενός άρθρου αλλά προτιμούν ν’ ασχολούνται με την προσωπικότητα του αρθρογράφου; Η απάντηση νομίζω έχει να κάνει με το ότι στη χώρα μας πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως κανείς δεν εκφράζει μια πολιτική, κοινωνική ή επιστημονική άποψη, χωρίς να έχει κάποια κρυφή ατζέντα, κάποιο προσωπικό συμφέρον.

Η συνομωσιολογία αντικαθιστά τη λογική σκέψη, κι αντί να προσπαθούμε να εξετάσουμε κριτικά το τι λέει κάποιος, δεχόμαστε άκριτα και εκ των προτέρων, ότι το λέει για να μας πουλήσει κάτι – ένα κόμμα, κάποιο προϊόν, ένα προσωπικό ιδεολόγημα.

Ποιο είναι όμως το προφίλ των υβριστών του διαδικτύου; Νομίζω ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να τους κατηγοριοποιήσουμε μόνο με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, το φύλο, ή την ηλικία, είναι μάταιη. Η εικόνα του ασχημούλη εργένη χωρίς φίλους και γκόμενα που όταν οι άλλοι διασκεδάζουν κλειδώνεται στο δωμάτιό του και βγάζει τ’ απωθημένα του στο ίντερνετ, ή αυτή του ακαλλιέργητου ‘Ελληναρά’ που γράφει στα κεφαλαία, νομίζω είναι ιδιαίτερα περιορισμένη και στερεοτυπική.

Πριν από λίγα χρόνια με έκπληξη διαπίστωσα ότι κάποιος είχε δημιουργήσει μία σελίδα στο ίντερνετ με το ονοματεπώνυμό μου. Στην σελίδα είχε συγκεντρώσει όσες φωτογραφίες μου είχε μπορέσει να βρει στη σελίδα μου στο φέισμπουκ και έγραφε οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί με την υπογραφή μου. Υιοθετώντας την ‘περσόνα’ μου απαντούσε ερωτήσεις σχολιαστών, εκφράζοντας ακραίες και παρωχημένες απόψεις, στον αντίποδα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, με σκοπό προφανώς να με δυσφημίσει επαγγελματικά. Ύστερα από κάποια έρευνα και με τη βοήθεια συναδέλφων, ανακάλυψα ότι ο δημιουργός της πλαστής σελίδας ήταν ψυχίατρος και διδάκτορας σε πανεπιστημιακή σχολή! Μετά την υποχώρηση του πρώτου σοκ, συνειδητοποίησα ότι οποιοσδήποτε μπορεί να κρύβεται πίσω από τέτοιες επιθέσεις.

Ο χρήστης του ίντερνετ που ψευδώνυμα ή ανώνυμα προσβάλλει, απειλεί, ή απλά βρίζει, φαίνεται ότι έχει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: πιστεύει ότι όποιος εκφράζει απόψεις διαφορετικές από τις δικές του, το κάνει για να επικρίνει τον ίδιο προσωπικά για τις επιλογές και τις πεποιθήσεις του. Ταυτόχρονα θεωρεί ότι έτσι κι αλλιώς, στη χώρα μας κανείς δεν είναι αυτό που δηλώνει, κι ότι κανείς δεν εκφράζει οποιαδήποτε άποψη αν δεν υποκινείται από άμεσο προσωπικό συμφέρον. Τέλος, θεωρεί ότι ο ίδιος έχει το δικαίωμα να σταματήσει με απαξιωτικά κι επιθετικά σχόλια, ή ακόμα και ευθείες απειλές, όλους αυτούς που (νομίζει ότι) προσπαθούν να τον ξεγελάσουν, να τον χειριστούν, να του επιβάλλουν τα πιστεύω τους.

Ας μην παραβλέπουμε ωστόσο ότι το φαινόμενο αυτό παραμένει η εξαίρεση στην διαδικτυακή επικοινωνία – και πως, όσο ενοχλητικό κι αν είναι, αποτελεί το τίμημα που πληρώνει όποιος θέλει να μετέχει στον δημοκρατικό διάλογο.

Της Εύας Στάμου

Πηγή: protagon.gr