Είχα διαβάσει πριν καμιά εικοσαετία «Το άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ. Μου φαίνεται ότι το διάβασα τελείως επιπόλαια και πρόχειρα, κάτι που καταλαβαίνω τώρα που έπεσε στα χέρια μου η γαλλική έκδοση του βιβλίου. Έχω εντυπωσιαστεί από τις ατελείωτες λέξεις που βρίσκει ο Ζίσκιντ για να περιγράψει κάθε εικόνα, κάθε μυρωδιά, κάθε κατάσταση. Λέξεις, λέξεις, λέξεις…

Τι λέω «εντυπωσιαστεί»; Στην πραγματικότητα έχω μαγευτεί. Σε κάθε πρόταση υπάρχουν διαφορετικά επίθετα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι στα γαλλικά υπάρχουν τόσο πολλά επίθετα. Ατελείωτα επίθετα, λέξεις ξεχασμένες τις οποίες συχνά το λεξικό δυσκολεύεται να αποδώσει και επιλέγει τον περιφραστικό τρόπο. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα τη δική μας φτώχεια. Όχι επειδή η ελληνική δεν έχει επίθετα, αλλά επειδή ξεχάσαμε να τα χρησιμοποιούμε. Έχουμε περιοριστεί στα: απίστευτο, φοβερό, τρομερό, εξαιρετικό, καταπληκτικό, σούπερ, γ…άτο, φρίκη, τράτζικ, άθλιο και μερικά ακόμη. Η υπερβολή, δε, στη χρήση τους, μας έχει κάνει να μην βρίσκουμε άλλες λέξεις για να τις αντικαταστήσουμε. Αν η Βίσση είναι «η απόλυτη», η λέξη «απόλυτη» έχει αποκτήσει την εικόνα της. Δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις πλέον για κάτι που αξίζει πραγματικά να είναι «το απόλυτο». Εξαντλήσαμε τις λέξεις και τώρα που τις χρειαζόμαστε, δεν τις βρίσκουμε: οι λέξεις μας εκδικούνται.

Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που αναφέρω την Βίσση στον τίτλο. Έχει και συνέχεια.

Περνώντας από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, θέλησα να αγοράσω «Το άρωμα» στα ελληνικά για να συγκρίνω τις μεταφράσεις. Πρώτη φορά κατέβηκα στο υπόγειό του κι ένιωσα ότι μπήκα σε έναν νέο κόσμο. Η μυρωδιά της πενικιλλίνης τόσο έντονη, τόσο υπέροχα ταιριαστή με έναν τεράστιο χώρο γεμάτο βιβλία σε πάγκους! Από κάπου έφταναν νότες μιας μουσικής που δεν σε εκβίαζε να την ακούσεις παρά κυλούσε διακριτικά στο χώρο. Μια κυρία –του καταστήματος- καθόταν πίσω από κάτι σαν πάγκο και διάβαζε με προσήλωση. Ο μεγάλης ηλικίας κύριος με εξυπηρέτησε με μεγάλη ευχαρίστηση, με την άνεσή του, χωρίς τη βιασύνη και το άγχος του 2012. Έκπληκτη άκουσα κάπου νερό να κυλά και, γυρνώντας, είδα ένα υπέροχο πέτρινο χώρο στον οποίο κάθονταν αμέριμνες δύο μεγάλες χελώνες οι οποίες θορυβήθηκαν μόλις με άκουσαν να φωνάζω από χαρά και βούτηξαν στην υγρή φωλιά τους. «Τις έχουμε πολλά χρόνια και τις καλοταίζουμε» μου είπε το ζεύγος με χαρά και αγάπη στη φωνή.

Πήρα «Το άρωμα» (37η έκδοση, εκδόσεις Ψυχογιός) κι αμέσως κάτι με χάλασε. Η γαλλική έκδοση (Fayard, 1986) είναι σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος, με χοντρό πολυκαιρισμένο και παλαιομοδίτικο χαρτί, 355 σελίδες όπου οι πελώριες, γεμάτες κόμματα, άνω τελείες και παρενθετικές προτάσεις φράσεις του Ζισκίντ βρίσκουν χώρο να αναπνεύσουν. Όταν η περιγραφή μιας διαδρομής του ήρωα διαρκεί 8 σελίδες, ο αναγνώστης χρειάζεται άπλα, έτσι ώστε να μπορεί να τον ακολουθήσει στην πορεία της άρρωστης ζωής του.

Η ελληνική έκδοση είναι μόλις 253 σελίδες σε μικρότερο μέγεθος απ’ τη γαλλική, και πολύ κουραστική στο μάτι. Μικρά γράμματα, μαζεμένα κοντά το ένα στο άλλο, λες και φοβούνται να βγουν παραέξω. Η πορεία του ήρωα συντομεύει στο μυαλό του αναγνώστη. Νιώθω λες και ο συγγραφέας βιάζεται να τον διαβάσω, να τελειώσω το βιβλίο. Ενώ στη γαλλική έκδοση, ο Ζισκίντ μου αφήνει όλο το χώρο και το χρόνο να νιώσω, να φέρω στο μυαλό μου μυρωδιές, εικόνες και ήχους.

Μόλις 12 ευρώ το βιβλίο, πήγα στο ταμείο να πληρώσω. Το μάτι μου έπεσε στο «αυτί». Και τι να δω; Ο εκδότης έχει τρεις επώνυμους Έλληνες να συστήνουν το βιβλίο: την Άννα Βίσση, τον Αιμίλιο Λιάτσο και τον Βαγγέλη Γερμανό. Πρώτη πρώτη, φυσικά, «η απόλυτη». Γράφει: ¨Το μυθιστόρημα αυτό διαθέτει ατμόσφαιρα. Ξαφνικά ανακαλύπτεις τη σημασία της μυρωδιάς στη ζωή μας». Απόρησα: πως και δεν έγραψε «ουάου, σούπερ το βιβλίο»;

Κατανίκησα την παρόρμησή μου να μην το αγοράσω, σχολιάζοντάς το με την κοπέλα στο ταμείο. Ξενέρωσα, όμως. Κι εκτίμησα ακόμη περισσότερο τη γαλλική, με το λευκό χωρίς καμιά εικόνα, παλιοκαιρίσια και ντεμοντέ -πλην όμως, σαγηνευτική- εκδοχή.

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή : protagon.gr