H πρώτη έκπληξη είναι το ίδιο το γραφείο Κίζη, ένα εντυπωσιακό μοντερνίστικο κτίριο στην καρδιά της Πλάκας, ενώ δικαίως θα περίμενε κανείς ότι θα στεγαζόταν σε ένα τέλεια αναπαλαιωμένο παλιό αθηναϊκό σπίτι. Ωστόσο, η άψογη ένταξη αυτού του κτιρίου στον περίγυρό του αποκαλύπτει διαμιάς ένα βασικό στόχο της αρχιτεκτονικής σκέψης του Γιάννη Κίζη.

Ο ίδιος παραδέχεται ότι τα νεοκλασικά κτίρια δεν τον θέλγουν ιδιαίτερα:

«Με τραβάει περισσότερο η σύγχρονη αρχιτεκτονική. Σπουδάσαμε με δασκάλους του μοντερνισμού, που μας έθεταν προτάγματα διαφορετικά. Αυτό έβγαλε λίγο πιο ελεύθερα πνεύματα και ανθρώπους λίγο ανιστόρητους. Έτυχε, ωστόσο, να διαβάσω πάρα πολύ για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Κατόπιν ήρθαν οι μεταπτυχιακές σπουδές μου πάνω στις αναστηλώσεις, στο Πανεπιστήμιο του York, στην Αγγλία. Είχα τελειώσει το ΕΜΠ το 1971, αλλά βρέθηκα εκεί αρκετά αργότερα, το 1976-77. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα έτυχε να μου ανατεθούν αρκετά έργα του Δημοσίου – έργα που είχαν απαιτήσεις και ήταν μεγάλα».

Ποιο από εκείνα έχτισε τη φήμη σας σαν εξπέρ των αναστηλώσεων;

Δεν ξέρω να πω. Μάλλον πολλά και σε διαφορετικές στιγμές. Ίσως το παλιό Χρηματιστήριο, το οποίο είναι ένα εντυπωσιακό κτίριο, που ανέλαβα στη δεκαετία του ’90. Στη δεκαετία του ’80, επίσης, έγιναν πολλά παραδοσιακά σπίτια στο Πήλιο, στο Γαλαξίδι, στη Σπάρτη, τα παλιά εκπαιδευτήρια και το Κέντρο Κινηματογράφου ταινιών μικρού μήκους στη Δράμα, η ΕΤΒΑ στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πολλά και διάσπαρτα αυτά τα έργα σε όλη την Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι ξέρω να τα χειρίζομαι αυτά τα θέματα, δεν σας κρύβω όμως ότι η συγκεκριμένη τεχνογνωσία δεν είναι τίποτε. Ή, μάλλον, είναι μόνο γνώση. Δεν είναι ούτε ταλέντο, ούτε έμπνευση. Εννοώ ότι όποιος θέλει να κάνει πραγματική αρχιτεκτονική σε παλιά κτίρια πρέπει να είναι καλός στη σύνθεση και να ξέρει κατασκευή. Από κει και πέρα, αν διαθέτεις μια ευαισθησία και διατρέχεις την ιστορία με άνεση, η ουσία βρίσκεται στο να σχεδιάζεις νέα αρχιτεκτονική που να μπορεί να στέκει δίπλα στην παλιά. Πιστεύω στην αρχιτεκτονική δημιουργία που αποτελεί συνειδητή εξέλιξη μιας παράδοσης – και εδώ χρησιμοποιώ τη λέξη παράδοση με την κυριολεκτική έννοια: ότι παραδίδω, δηλαδή, τη σκυτάλη του πολιτισμού στον επόμενο. Αυτό νομίζω ότι οδηγεί σε καλύτερα έργα – σε τέτοια τουλάχιστον που έχουν μία σοβαρή δικαιολογία να υπάρχουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αποκατάσταση του κτιρίου του παλιού Χρηματιστηρίου Αθηνών

Τα νεοκλασικά κτίρια ήταν πραγματικά μέρος της παράδοσης της Αθήνας;

Τα πάντα είναι παράδοση, με τον τρόπο που το έθεσα παραπάνω. Απλώς έχει επικρατήσει να θεωρείται παραδοσιακή αρχιτεκτονική η αυτογενής, μικρή αγροτική αρχιτεκτονική. Όμως το κομμάτι της λεγόμενης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που έχει ουσιαστική αξία, είναι η προεπαναστατική αρχιτεκτονική. Ήταν σχετικά ελεύθερη από τα δυτικά ρεύματα και ακολουθούσε το ιδίωμα αυτού του πολύ μεγάλου χώρου της τέως Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αντιστοιχεί στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο. Η αρχιτεκτονική του Πηλίου, ή της Μακεδονίας, ή των Ζαγορίων της Ηπείρου, που θαυμάζουμε όλοι τόσο πολύ, είναι εκφράσεις μιας αστικής αρχιτεκτονικής που κατέκλυσε τα Βαλκάνια τον 18ο αι., αφού απελευθερώθηκαν οι θάλασσες και το εμπόριο έφερε τους πάντες σε επαφή με τα πάντα. Η αρχιτεκτονική αυτή της προεπαναστατικής περιόδου μάς αποκαλύπτει άμεσα τη συνέχεια αυτού του τόπου και τη συνδέει με την άρθρωση αστικής συνείδησης. Βεβαίως το νεοσύστατο κράτος αναδέχθηκε το νεοκλασικισμό όπως ήρθε από τη Βαυαρία, για λόγους καθαρού συμβολισμού και πλήρους αποστασιοποιήσεως με οτιδήποτε θύμιζε το προγενέστερο καθεστώς, δηλαδή το άρμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας της οποίας ήμασταν μέλος. Το νέο κράτος, λοιπόν, στράφηκε στα ιδεολογήματα των οποίων η αρχιτεκτονική εικονογραφία έδειχνε την αρχαιότητα. Και επειδή ο νεοκλασικισμός έγινε ο επίσημος αρχιτεκτονικός ρυθμός του κράτους, άρχισαν να τον μιμούνται οι λαϊκοί μάστορες. Έτσι, παράγεται «παραδοσιακή νεοκλασική αρχιτεκτονική».

Θέατρο Παλλάς

Η προπολεμική Αθήνα ήταν η πιο νέα ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ηλικίας μόλις εκατό ετών τότε και με αμιγή αρχιτεκτονική έκφραση. Συγχρόνως όμως αυτή ήταν τόσο φρέσκια και τόσο αναφομοίωτη, που δεν χρειάστηκε παρά μια μεταπολεμική αστυφιλία και μια αντιπαροχή για να ξυριστεί το σύμπαν. Από την ανοικοδόμηση αυτή γεννήθηκε μια νεότερη παράδοση, εκείνη της αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’50 και του ’60. Και καθώς περνούν οι γενιές, αυτή η παράδοση μεταβιβάστηκε στους οικονομικούς μετανάστες που στοιβάζονται στα Πατήσια, στην Κυψέλη και όπου αλλού. Κι εμείς έχουμε περάσει πια σε ένα στιλ νεο-ψευτονεοκλασικισμού, στο στιλ της γκλαμουριάς – και γενικότερα έχουμε χάσει την μπάλα ως προς την έκφραση. Άλλωστε, το περιβόητο κυνήγι της ελληνικότητας έχει περάσει διάφορες περιπέτειες και στο μεσοπόλεμο και στο μεταπόλεμο. Νομίζω, όμως, σε πείσμα των θιασωτών της «Ελληνικότητας», ότι μετά την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου ο τόπος μας ήταν πάντα ένα θέατρο «εισαγόμενης» αρχιτεκτονικής και τέχνης.

Το νέο δικαστήριο στα Τρίκαλα, A’ βραβείο σε Πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 1999

Και αυτό το γεγονός μάς επιτρέπει να διακρίνουμε μια σημαντική και μια λιγότερο σημαντική παράδοση;

Όχι κι ούτε μπορούμε να δίνουμε απαντήσεις σ’ αυτά τα θέματα με ένα «μ’ αρέσει» ή «δεν μ’ αρέσει». Όμως, οι διαρρυθμίσεις των σπιτιών μαρτυρούν τον τρόπο ζωής μέσα τους. Και με βάση αυτό το κριτήριο μπορεί να κλίνει το γούστο του καθενός προς εκείνο ή το άλλο αρχιτεκτονικό στιλ. Εμένα, λοιπόν, με ενοχλεί η ακαδημαϊκή διαρρύθμιση των νεοκλασικών με την αυστηρότητα της συμμετρίας στην κάτοψη. Αντίθετα με θέλγει η ελευθεριότητα των κατόψεων και των διαπλάσεων των αρχοντικών και των νοικοκυρόσπιτων του Πηλίου, των Αμπελακίων, της Μακεδονίας και βεβαίως της Πελοποννήσου. Αυτά που οι παλαιοελλαδίτες ονόμαζαν «τουρκόσπιτα» και τα οποία λύσσαξαν να γκρεμίσουν. Παρά το ότι ο Κολοκοτρώνης, φωτισμένος άνθρωπος, έλεγε: «Μην τα γκρεμίζετε, μην τα καίτε, αυτά τα παλάτια είναι δικά μας». Κανένας όμως δεν τον άκουγε, γιατί κανένας δεν ακούει τους νηφάλιους. Επικρατούν πάντα οι Παπαφλέσσες. Όπως άλλωστε συμβαίνει και τώρα. Διαρκούσης της κρίσης, οι αυτοκτονικές φωνές επικρατούν.

Εξαώροφο κτίριο κατοικιών στην οδό Τσόχα, Αμπελόκηποι

Η αρχιτεκτονική δημιουργία οφείλει να αρθρώνει λόγο κοιτάζοντας πίσω και βλέποντας εμπρός. Δηλαδή, όταν έχεις να κάνεις με ένα παλιό μνημείο, οι αρχιτεκτονικές σου χειρονομίες οφείλουν να το επαναφέρουν σε σύγχρονη τροχιά. Να σχεδιάσεις κατασκευές που θα το κάνουν λειτουργικό, αλλά και γοητευτικό, και που θα του επιτρέπουν να συνεργαστεί με μια κοινωνία η οποία μεταλλάσσεται. Μια τέτοια δουλειά κάναμε στη στοά Σπυρομήλιου, στο παλιό Χρηματιστήριο, το μεγάλο Αρσενάλι στα Χανιά και σε άλλα έργα μας. Το σφρίγος των προσαρμογών και η επανεπεξεργασία του νεωτερισμού είναι, νομίζω, πολύ καλύτερος έπαινος για τις παλιότερες γενιές αυτού του τόπου και για το πολιτισμικό απόθεμα που μας άφησαν.

Μουσείο Δασικής Ιστορίας Μαινάλου, στο Χρυσοβίτσι Αρκαδίας

Τι μπορεί να κάνει η αρχιτεκτονική σε αυτή τη φάση που περνάει η χώρα;

Σε επίπεδο σπουδών να παραγάγει μυαλά σφριγηλά και αισιόδοξα. Σε επίπεδο πράξης, ας μη γελιόμαστε, η αρχιτεκτονική είναι ακριβό σπορ. Δεν είναι σαν τον πίνακα του ζωγράφου, ο οποίος έστω και ρακένδυτος θα βρίσκει πάντα ένα μουσαμά για να ζωγραφίζει. Άρα δεν είναι η αρχιτεκτονική που μπορεί να κάνει κάτι σήμερα, αλλά οι επενδύσεις. Ο κίνδυνος είναι όταν έρθουν οι επενδύσεις, να παρακαμφθεί η αρχιτεκτονική. Όπως συνέβη με τους Ολυμπιακούς, όπου η αρχιτεκτονική ξεχάστηκε και έγιναν οι εργολαβίστικες σαχλαμάρες, τα τενεκεδοκτίρια που χτίστηκαν στην Κηφισίας με σκανδαλώδες θράσος έκφρασης και μίζερη φτήνια κατασκευής. Ο μοχλός λοιπόν δεν είναι η αρχιτεκτονική, αλλά η ευμάρεια και η ανάπτυξη, οι οποίες οφείλουν να εργοδοτήσουν τους αρχιτέκτονες για να υπάρξει πρόοδος και αισθητική. Διαφορετικά θα μείνουμε ξανά στο εύκολο, στο φθηνό και στο αρχιτεκτονικά αδιάφορο.

Ανάπλαση του χώρου του παλιού ΓΠΣ στη Λευκωσία

Στέγαση και ανάπλαση της Στοάς Σπυρομήλιου

Πρόταση αποκατάστασης όψεων και προσθήκης ορόφων σε διατηρητέα κτίρια (Σταδίου 6-8 & Αμερικής, Αθήνα)

Συντήρηση και λειτουργικός εκσυγχρονισμός του πρώην Μεγάρου Σερπιέρη, ενίσχυση, αναδιαρρύθμιση και επέκταση του υπόλοιπου κτιριακού συγκροτήματος της ΑΤΕbank (Πανεπιστημίου 23 & Εδουάρδου Λω)

*Ο Γ. Κίζης θεωρείται μετρ στις αναστηλώσεις κτιρίων, παραδοσιακών και νεοκλασικών. Το έργο του όμως είναι πολύ πιο ευρύ και ποικίλο. Απλώνεται σε τέσσερις δεκαετίες δημιουργίας και αποπνέει με κάθε δυναμισμό την έννοια «σύγχρονο»

Του Γιάννη Κωνσταντινίδη

Πηγή: athensvoice.gr