Το βιβλίο αρχίζει με τη φράση «Ο πόλεμος και το εμπόριο είναι τα δυο πόδια του πολιτισμού μας». Και τελειώνει γράφοντας «Κρατούσε το χαρτί της εθνικοποίησης και έσπευσε να το επιδώσει στον άμεσα ενδιαφερόμενο. Έσκυψε το κεφάλι του προς το ανοιχτό παράθυρο και χαιρετώντας στρατιωτικά, άφησε με υπηρεσιακή απάθεια το χαρτί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, χωρίς να δώσει σημασία στο παγωμένο, ασάλευτο χέρι του ανθρώπου που είχε μόλις ξεψυχήσει».

Στο ενδιάμεσο, οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» του Δημήτρη Στεφανάκη ξετυλίγονται σε ένα εξωστρεφές όσο και ταραγμένο περιβάλλον. Στην Αλεξάνδρεια των αρχών του εικοστού αιώνα, εκεί όπου η πολυγλωσσία της καθημερινότητας, το πολυφυλετικό πανηγύρι, ο γρήγορος πλουτισμός και η εξίσου αιφνίδια πτώση έχουν τους δικούς τους κανόνες. Και στο βάθος, ιστορία: δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, εθνικές συμφορές, άνοδος και πτώση ναυτικών και οικονομικών αυτοκρατοριών. Πάμπλουτοι, βιομήχανοι, ωραίες γυναίκες, μυστήριο και κατάσκοποι πηγαινοέρχονται στο μυθιστόρημα για το οποίο ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Prix Méditerranée Étranger 2011 καθώς και με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη 2011 για την πεζογραφία.

Ο Δημήτρης Στεφανάκης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου του στη Λέσχη Ανάγνωσης του Γαλλικού Ινστιτούτο. Παράλληλα έκανε μια εισαγωγή και για το «Φίλμ Νουάρ», τη συνέχεια για τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» οι οποίες κάνουν καριέρα από το 2007 οπότε και πρωτοκυκλοφόρησαν.

Η συγκεκριμένη εκδήλωση της Λέσχης Ανάγνωσης παρουσίασε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον: εμφανίστηκαν στο κοινό άνθρωποι που ήρθαν για «να την πουν» στο συγγραφέα. Διότι οι πολυγλωσσίες και οι πολυφυλετικότητες, το χρήμα, οι ιστορίες, η εξωστρέφεια και τα ανοιχτά μυαλά που περιφέρονται στα βιβλία του, έβγαλαν στο Δημήτρη Στεφανάκη το όνομα. Είναι –άκουσον άκουσον- κοσμοπολίτης! Γι αυτό το λόγο, σηκώθηκαν διαφορετικοί άνθρωποι από το ακροατήριο και τον έχρισαν λίγο πολύ υπεύθυνο για τις αμφιβολίες για την ύπαρξη του θεού, για την παρουσία της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ στον κόσμο τούτο, για παραποίηση ιστορίας και δε θυμάμαι τι άλλο. Εντυπωσιακή η παρέμβαση ενός νεαρού ο οποίος θέλοντας να ειρωνευτεί είπε ότι μέσα από τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» κατάλαβε τι σημαίνει κοσμοπολιτισμός. «Κοσμοπολιτισμός είναι τι κάνουν οι πλούσιοι στον ελεύθερο χρόνο τους».

Θα έλεγα ότι στη Θεσσαλονίκη μας ψεκάζουν με αέρια ομφαλοσκόπησης και μιζέριας εάν δεν τύχαινε να δω και στο Facebook ανάλογους χαρακτηρισμούς από μη Θεσσαλονικείς. «Η κοσμοπολίτικη λογοτεχνία βλάπτει!» είναι, λίγο πολύ το ύφος των κατηγόρων. Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Υπάρχει τέτοιο είδος λογοτεχνίας; Και γιατί είναι τόσο κακό;

Ο συγγραφέας δεν θέλει ταμπέλες. Ούτε ιστορικό μυθιστόρημα, ούτε κοσμοπολίτικο, ούτε τίποτα. «Η ελληνική κοινωνία είναι αγοραφοβική και επιμένει να βάζει ταμπέλες καθώς νιώθει να απειλείται από οτιδήποτε δεν επιγράφεται. Αισθανόμαστε ότι πρέπει να κατηγοριοποιούμε τα πράγματα, έτσι νιώθουμε ότι μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Αρνούμαστε να δούμε το σύνολο, βλέπουμε μόνο το μέρος γιατί έχουμε ανασφάλεια και τη διαρκή ανάγκη να ορίζουμε και να απλουστεύουμε τα πράγματα». Από όλες τις κατηγορίες που του απευθύνθηκαν εκείνο το βράδυ, στέκεται σε μια: «Το “δεν θα μας μάθετε εσείς το μυθιστόρημα” που πέταξε κάποιος κύριος, με πείραξε. Με πείραξε γιατί το μυθιστόρημα είναι το μοναδικό είδος που μπορεί να συγκεράσει μια ολόκληρη εποχή, να περιλάβει τέχνη, ιστορία, φιλοσοφικά σχόλια, πάθη, αγάπες. Φυσικά και θα στο διδάξω εγώ! Ως συγγραφέας έχω υποχρέωση να έχω βασικές φιλοσοφικές γνώσεις, ενώ εσύ δεν έχεις υποχρέωση να έχεις. Μη μου λες ότι θα μου διδάξεις εσύ το μυθιστόρημα, δεν το ξέρεις. Ίσως το συγχέεις με τη λογοτεχνία του περιπτέρου. Ως συγγραφέας, έχω υποχρέωση να σε πάω πέρα από τον εαυτό σου!»

Σπούδασε Νομικά, αλλά από νωρίς ο Δημήρης Στεφανάκης ξεκαθάρισε ότι δε θα ασχοληθεί με το δίκαιο επαγγελματικά. Άρχισε ως μεταφραστής κι απ’ το 2000 κυκλοφορεί τα δικά του μυθιστορήματα. «Φρούτα εποχής», το πρώτο του βιβλίο. Το έβδομο μυθιστόρημά του, το «Φιλμ Νουάρ» έρχεται να φωτίσει μια προσωπικότητα για την οποία η γνώση που διαθέτουμε είναι αντιστρόφως ανάλογη με το ρόλο που έπαιζε στο παγκόσμιο γίγνεσθαι πριν από 100 χρόνια. Πρόκειται για τον Βασίλειο Ζαχάρωφ (1849-1936), έμπορο όπλων, ο οποίος φέρεται να εμπνεύστηκε και να βοήθησε στην υλοποίηση των κυριότερων ιστορικών γεγονότων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα: τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή. «Ξέρεις» λέει ο Δημήτρης, «είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι είμαι μπροστά από την εποχή με το μυθιστόρημα αυτό. Δες την ιστορία με τους Ολυμπιακούς του 1896, την πτώχευση, τον πόλεμο με την Τουρκία. Δες και το σήμερα! Υπάρχει ένα σύστημα συνωμοσίας, παραπληροφόρησης, που έχουν σκοπό να αντλήσουν για το φορέα τους αμύθητα κέρδη. Τότε, ο Ζαχάρωφ έστησε ένα σύστημα με το οποίο κατάφερε να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Κατέκτησε την Ευρώπη, χρηματοδότησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αγόρασε το καζίνο του Μόντε Κάρλο. Ήταν μια ανεξήγητη προσωπικότητα, με ένα ανεξερεύνητο βάθος ψυχής». Για το συγγραφέα, όμως, ο Ζαχάρωφ ήταν ένας άνθρωπος με αρχές. «Δεν ήταν τσογλάνι. Ήταν πιστός σε μια γυναίκα με την οποία είχαν σχέση επί 40 χρόνια, την Ισπανίδα δούκισσα Μαρία ντε Πιλάρ και περίμενε να πεθάνει ο άντρας της για να την παντρευτεί!»

Για το Δημήτρη Στεφανάκη, «η ιστορία γράφεται στο παρασκήνιο. Η Ελλάδα υφίσταται ένα παιχνίδι κερδοσκόπων αποφασισμένων να αγοράσουν τα πάντα, πλέον, να διαλύσουν τη χώρα. Φυσικά, εμείς τους δώσαμε πάτημα, έτσι; Ωστόσο, παραμένω αισιόδοξος και ψύχραιμος. Αυτός ο λαός είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει».

Ένα από τα σημεία που ενοχλούν τους «αντικοσμοπολίτες» είναι ότι ο συγγραφέας μιλά για «μεσογειακό διεθνισμό». «Πρόκειται για ένα φαινόμενο που άπτεται του κοσμοπολιτισμού, έχει σαν κέντρο του κόσμου τη Μεσόγειο κι αφορά όλους εμάς, τους λαούς που συμμετέχουμε στο μεσογειακό θαύμα, ευεργετούμαστε από το φως, τον ορίζοντα, τη θάλασσα. Όλοι αυτοί οι λαοί έχουν αποδείξει με μια συνεπή στάση ότι υπάρχουν συγκεκριμένα κοινά στοιχεία, ότι τα γλωσσικά σύνορα καταρρίπτονται, ότι υπάρχει ανταλλαγή εμπορευμάτων, αξιών… Με κάποιον τρόπο υπάρχει ένα κοινό ταμείο στη Μεσόγειο η οποία σε αναγκάζει να γίνεσαι εξωστρεφής. Το όρισε ο Όμηρος κι ο Αλμπέρ Καμύ είναι εκείνος που εξήρε το φαινόμενο αυτό. Έλεγε ότι η Ελλάδα είναι μια παράσταση φωτός στη Μεσόγειο».

Ο μεσογειακός διεθνισμός έχει τα πάνω και τα κάτω του. «Σε περιπτώσεις πόλεων όπως η Αλεξάνδρεια που είναι πόλεις υβριδικές, συντελούνται οικονομικά και κοινωνικά πειράματα. Σε αυτές βρίσκονται τολμηροί άνθρωποι που κυνηγούν τις ευκαιρίες, είναι ανοιχτοί στις προκλήσεις κι ευτυχούν να βρουν ένα τρόπο να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Με τον ίδιο τρόπο, βέβαια, μπορούν να βρεθούν στον πάτο!»

Πιστεύει ότι ο μεσογειακός διεθνισμός πρέπει να ανακτηθεί πάση θυσία, να ξαναδούμε μητροπόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη. «Κοσμοπολιτισμός δε σημαίνει ότι ανοίγεις τα σύνορα και μπαίνει κάθε πικραμένος. Ανοίγεις τα γλωσσικά και πολιτισμικά σύνορα, δεν μένεις περιχαρακωμένος. Αυτή τη στιγμή ζούμε στο πλατωνικό σπήλαιο, είμαστε θεατές μιας ανοησίας που δεν έχει όριο. Και να το αποτέλεσμα!»

Εάν πάντως ανοίξουν τα σύνορα «Πολλά από τα ονόματα φούσκες που έχουν φτιαχτεί θα καταρρεύσουν και μιλώ για λογοτεχνικό, εμπορικό, επιχειρηματικό και πολιτικό επίπεδο. Ζούμε σε μια πραγματικότητα που ανακυκλώνεται στα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες αξίες. Τόσα χρόνια ζούσαμε σε πολιτιστικό τέλμα και δεν αντιδρούσαμε. Μόλις είδαμε τις τσέπες άδειες, τότε αντιδράσαμε και όχι και σωστά».

Η Γαλλία ταιριάζει στο Δημήτρη Στεφανάκη. Εκείνη, εξάλλου, του έδωσε το μεγάλο βραβείο για τις «Μέρες Αλεξάνδρειας». «Οι Γάλλοι στηρίζονται στον κοσμοπολιτισμό, η γαλλική είναι η γλώσσα του πολιτισμού, της διπλωματίας, της κομψότητας. Το βιβλίο μου τους άγγιξε. Συνυποψήφιος για το βραβείο ήταν κι ο Θέρκας, με το “Στρατιώτες της Σαλαμίνας”. Η εκδότριά του του έλεγε ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από έναν άσημο Έλληνα.»

Όταν πήρε το βραβείο, ο πρόεδρος της επιτροπής είπε: «Βραβεύουμε σήμερα την πιο ευχάριστη έκπληξη της βιβλιοπαραγωγής από μια χώρα που δεν περιμέναμε να μας εκπλήξει». Δηλαδή, στο εξωτερικό μας έχουν ξεγράψει στο χώρο των γραμμάτων; «Ναι. Γάλλοι κριτικοί μου έλεγαν ότι ξέρουν μόνο τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη». Το θεωρεί σημείο της γενικότερης κατάστασης της χώρας την εποχή αυτή. «Δεν έχουμε φαντασία, πάσχουμε από έλλειψη φαντασίας, αυτό έχει να κάνει και με την καλλιέργειά μας. Όταν δεν έχουμε την αισθητική ενός μουσείου, ενός βιβλίου, είμαστε έρμαια των ΜΜΕ και μάλιστα στην πιο φτηνή τους version. Πρέπει να ξαναβρούμε το σύστημα αξιών που έχουμε χάσει».

Για το Δημήτρη Στεφανάκη «Πολλά κακά ξεκινούν από την ιδιωτική τηλεόραση, από μια προσπάθεια να αγιοποιηθούν πρόσωπα και πολιτικές, να χειραγωγηθούν οι πολιτικοί από τους δημοσιογράφους. Ο δημοσιογράφος πουλά εξουσία στον πολιτικό ο οποίος δεν έχει το ανάστημα να το αρνηθεί κι έτσι οι δημοσιογράφοι έχουν αποκτήσει μια δύναμη που δεν έπρεπε.

Ωστόσο, επιμένει: «Οι Έλληνες είμαστε ένας λαός της διασποράς, πολύ σκληρός για να πεθάνει»…

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή: protagon.gr