Το ένα μετά το άλλο κλείνουν μικρομεσαία μεσιτικά γραφεία σε Αθήνα και περιφέρεια, αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικοδομής και του “παγώματος” της αγοράς ακινήτων. Σύμφωνα με εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Ελλάδος, πάνω από 6 χιλιάδες άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι με τη μεσιτεία ακινήτων, σε Αθήνα και περιφέρεια, έχουν αναγκαστεί να αλλάξουν επάγγελμα την τελευταία τριετία, εξαιτίας της έλλειψης, ουσιαστικά, αντικειμένου.

Υπολογίζεται πως σήμερα πάνω από 200 χιλιάδες ακίνητα παραμένουν απούλητα σε όλη τη χώρα καθώς οι αγοραπωλησίες έχουν υποχωρήσει στο ένα τρίτο σε σχέση με την περίοδο 2005-2008, ενώ τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μείωση των συναλλαγών κατά 54% σε ετήσια βάση. Την ίδια στιγμή, άνω των 10 χιλιάδων επιχειρήσεων που σχετίζονται με τον κλάδο των κατασκευών έβαλαν «λουκέτο» καθώς κανείς δεν αγοράζει, παρά το γεγονός ότι υπάρχει τεράστια προσφορά.

Σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, ποσοστό 20%-25% των κτηματομεσιτών έχει πλέον αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό. «Δυστυχώς, αν και όλοι πουλάνε ακίνητα, δεν αγοράζει κανείς. Βρισκόμαστε πλέον χωρίς αντικείμενο», αναφέρει ο Σωτήρης Παπαϊωάννου, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Ελλάδος. Όπως τονίζει, τα «λουκέτα» σε κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις αποτελούν εκτεταμένο φαινόμενο. «Όλοι οι κλάδοι της οικονομίας πλήττονται, η κτηματαγορά δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση», καταλήγει.

Την περίοδο 2006 -2008 απασχολούνταν περί τους 20 -25 χιλιάδες μεσίτες σε όλη τη χώρα, από τους οποίους 3 χιλιάδες μόνο στην Αττική. Όπως, όμως παραδέχονται επαγγελματίες του χώρου, «η κατάσταση θύμιζε την εποχή της χρηματιστηριακής έκρηξης του 1999, όταν όλοι άνοιγαν μια ΕΛΔΕ. Δυστυχώς το ίδιο συνέβη και με την κτηματαγορά. Υπήρχε τεράστιο αγοραστικό ενδιαφέρον για ακίνητα και στον κλάδο βρέθηκαν πολλοί ‘αλεξιπτωτιστές’, οι οποίοι σήμερα έχουν πλέον αποχωρήσει».

Σε ορισμένους από αυτούς αποδίδεται και η πληθώρα κρουσμάτων παραμεσιτείας που εν μέρει δημιούργησαν, κατά κοινή ομολογία, τα κακώς κείμενα στο χώρο. Σε ένα βαθμό, εξηγούν από την Ομοσπονδία, οι νέες ρυθμίσεις που συμπεριλαμβάνονται στο νομοσχέδιο για την βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος του υπουργείου Ανάπτυξης κατέστησαν πιο δύσκολη την επιβίωση μη επαγγελματιών.

Με αυτό τον νόμο καθορίζονται σε 8 άρθρα οι όροι και προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος, οι υποχρεώσεις των Μεσιτών Ακινήτων και επιχειρείται να μπουν εμπόδια στο παραεπάγγελμα, με ποινικές κυρώσεις που φτάνουν σε δύο έτη φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο 30 χιλ. ευρώ. Ο νόμος ενσωματώνει τις βασικές διατάξεις της Οδηγίας 2006/123/ ΕΚ σχετικά με την απελευθέρωση των υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά, προβλέποντας τη δυνατότητα διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών μεσιτείας για τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, οι οποίοι εξαιρούνται της υποχρέωσης εγγραφής στο Επιμελητήριο.

Σε κάθε περίπτωση, ελλείψει συναλλαγών μεσίτες και κτηματομεσιτικά γραφεία που μέχρι πρότινος θεωρούνταν βιώσιμα πραγματοποιώντας μερικές πράξεις το μήνα, πλέον βγαίνουν εκτός αγοράς. Για ορισμένους παρατηρητές της αγοράς του real estate, η εξέλιξη αυτή επαναφέρει την ισορροπία στον κλάδο και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους πραγματικούς επαγγελματίες. Σήμερα εκτιμάται ότι σε Αθήνα και επικράτεια λειτουργούν περί τα 500 «σοβαρά» κτηματομεσιτικά γραφεία, Ελλήνων και ξένων ιδιοκτητών, από τα οποία λιγότερα από 100 θεωρείται πως προσφέρουν υπηρεσίες εφάμιλλες των μεγάλων real estate agencies του εξωτερικού.

Ακόμη, όμως, και αυτά τα γραφεία βρίσκονται πλέον αντιμέτωπα με τις δυσμενέστατες συνθήκες της εγχώριας αγοράς ακινήτων που πλέον αναζητά ισορροπίες. Σύμφωνα με report της Alpha Bank, «η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πτώση της προσφοράς και της ζήτησης νεόδμητων διαμερισμάτων και κατοικιών, αλλά από την αύξηση της προσφοράς παλαιών ακινήτων. Προκύπτει έτσι υπερβάλλουσα προσφορά οικιστικών ακινήτων που εκδηλώνεται με το σημαντικό και αυξανόμενο απόθεμα αδιάθετων και προς πώληση ακινήτων και αφετέρου από την πολύ χαμηλή ζήτηση. Η μείωση της ζήτησης στην ελληνική αγορά ακινήτων αντανακλά κατά κύριο λόγο την πτώση του οικονομικού κλίματος σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα». Για πόσο ακόμη, άγνωστο…

Του Νίκου Χρυσικόπουλου

Πηγή: capital.gr