Όταν έγραψα το «Δεν μου αρέσει η Ελλάδα του ομορφάντρα» είχα ένα συγκεκριμένο πρότυπο σύγχρονου Έλληνα στο μυαλό μου. Το πρότυπό μου κινήθηκε με αξιοζήλευτη ευελιξία και στο ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ, πέρασε από δεκάδες βουλευτικά και άλλα γραφεία, έταξε σε όλους, χάρηκε που του τάζανε όλοι, έκανε σε όλους τον ψηφοφόρο, πήγε και λάδωσε στην Εφορία και την Πολεοδομία, πέρασε το καλοκαίρι στο αυθαίρετό του και το χειμώνα φαρδύς πλατύς μπροστά στην τηλεόραση. Το πρότυπό μου βαριόταν να διαβάσει βιβλία, δεν πήγαινε σινεμά, σνόμπαρε όποιον θεωρούσε γραμματιζούμενο και για όποιον μιλούσε άλλη γλώσσα έλεγε «αυτός μιλάει ξένα». Το πρότυπό μου θα ψήφιζε με ευκολία Παναγιώτη Ψωμιάδη αλλά ποτέ Μιχάλη Παπαγιαννάκη.

Οι αντιδράσεις που υπήρξαν από την πλευρά της «δεξιάς» ήταν αναμενόμενες. Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι με κάποιους που με τοποθέτησαν στην κατηγορία «αριστερή θολωμένη κουλτουριάρα». Εκείνο όμως που με σόκαρε ήταν οι αντιδράσεις από το κομμάτι της αριστεράς που θεωρούσα ότι δεν έχει καμιά σχέση με την κουλτούρα που περιέγραφα: από την αριστερά των κινημάτων, της οικολογίας, της ανανέωσης, της αλληλεγγύης, της ανοχής στη διαφορετικότητα. Από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ήταν τέτοια η ένταση του μένους για το άρθρο μου αλλά και την προσωπικότητα που μου σκιαγράφησαν Συριζιστές που δεν ήξερα σε τι να πρωτοαπαντήσω. Το παρδαλό κατσίκι κόντεψε να πάθει ασφυξία από τα γέλια όταν άκουσε να περιγράφομαι ως «κοσμική κυρία απ’ το Πανόραμα, πλούσια» ή όταν διάβαζε ότι συχνάζω σε πανάκριβα σαλέ και κότερα τρώγοντας αστακομακαρονάδες.

Αν για τους δεξιούς ήμουν αριστερή κουλτουριάρα που ήθελε να βάλει την Ελλάδα να ακούει κλασική μουσική, για τους αριστερούς ήμουν νεοφιλελεύθερο ψώνιο που ήθελε να επανιδρύσει το lifestyle μέσω ενός μεταμοντέρνου λαϊκισμού. Εκείνη την περίοδο έχασα πάσα ιδέα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πέρασα πολλά χρόνια φέροντας άδικα την ταμπέλα της δεξιάς. Έκανα τα πάντα για να την αποτινάξω από πάνω μου. Θαύμαζα το πνεύμα και την κουλτούρα της αριστεράς που με τα χρόνια είχε απομείνει στην ανανεωτική αριστερά. Για μένα αριστερά σήμαινε κοσμοπολιτισμός. Σήμαινε Ιάνης Ξενάκης, Ζαν Πολ Σαρτρ, Καστοριάδης, Πουλαντζάς, σήμαινε ατελείωτες συζητήσεις στο Καφέ ντε Φλορ στο Σεν Ζερμαίν ντε Πρε. Σήμαινε Ζορζ Μπρασένς, σήμαινε Ντάριο Φο. Σήμαινε Πέτρος Μαρτινίδης. Σήμαινε Παρίσι, σήμαινε Ευρώπη.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι το ακριβώς αντίθετο. Συμπλεγματικός με τον «ξένο», είναι ο τύπος στον οποίο ταιριάζει η φράση «μικροπαρανομώντας με τη βούλα και τον νόμο» απ’ το τραγούδι «Η συνωμοσία των μετρίων» των Dirty Thirty. Φαντάζομαι τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο Παρίσι όχι για τον αέρα του Παρισιού αλλά για να επισκεφτούν τα παιδιά του την Ντίσνεϊλαντ.

Βλέποντας τη συνέντευξή του στο CNN και μόλις συνήλθα από τα γέλια για τα αγγλικά του, θύμωσα. Δεν έχεις το δικαίωμα, ρε φίλε, να γελοιοποιείς τη χώρα σου έτσι στο μεγαλύτερο δίκτυο του κόσμου. Το «Μαντάμ Μέρκελ» είναι πολύ πέρα απ’ τα όρια του γελοίου. Ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στο CNN λες και πήγαινε να δώσει συνέντευξη στους Schooligans.

Λυπάμαι που σε αυτή τη φάση της ιστορίας μας βρέθηκε να πρωταγωνιστεί ένας «ομορφάντρας». Καλά θα έκανε, όμως, να σκεφτεί μήπως επαληθευτεί η «Ταξιδιάρα ψυχή» και βρεθεί η Μαντάμ Μέρκελ να μας κουνάει μαντίλι τραγουδώντας «Όσα κι αν έχω, δανεικά πια δε σας δίνω να κάνετε βόλτες με το magic bus»…

Της Χριστίνας Ταχιάου

Πηγή: protagon.gr