Στον απόηχο των εκλογών σε Ελλάδα και Γαλλία, η σύγκρουση μεταξύ των υπέρμαχων και των πολέμιων της λιτότητας έχει αναζωπυρωθεί. Αν προσέξουμε όμως πέρα από τους τρομακτικούς τίτλους, η οικονομική και πολιτική κρίση που πλήττει την Γηραιά Ήπειρο έχει φέρει στο προσκήνιο ένα θεμελιώδες πρόβλημα, την έλλειψη ενός μηχανισμού που θα μπορούσε να αναβιώσει την ανάπτυξη στις δοκιμαζόμενες οικονομίες.

Μοιάζει προφανές ότι η θεραπεία για τα δεινά της Ευρώπης βασίζεται σε πρωτοβουλίες που θα επαναφέρουν την ανάπτυξη. Η νίκη του Σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ στις γαλλικές προεδρικές εκλογές συνιστά απόδειξη ότι πολλοί Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται αυτή την ανάγκη.

Παρά ταύτα, κάποιοι από τους ηγέτες της Ευρώπης, ειδικά στη Γερμανία, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να παραμείνει ένα όχημα προώθησης της λιτότητας, ενώ η ανάπτυξη θα προέλθει από την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών.

Έως τώρα, ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν σημάνει την πρόθεσή τους να χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς στόχους ορισμένων υπερχρεωμένων χωρών και να επενδύσουν σε δημόσια έργα μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Τέτοια μέτρα όμως θα είχαν μονάχα προσωρινά αποτελέσματα και δεν θα διόρθωναν τις βαθιές παθογένειες της ευρωζώνης.

Υπάρχει όμως μία νέα πρόταση, από τους οικονομολόγους Ζακ Ντελπλά και τον Πιέρ-Ολιβιέ Γκουρινχάς, που φέρνει μία εναλλακτική προσέγγιση, μία λύση που εστιάζει στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας.

Οι δύο οικονομολόγοι, που εργάζονται για το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης της Γαλλίας και το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ αντίστοιχα, προτείνουν τη δημιουργία ενός ευρωζωνικού ταμείου ανεργίας που θα χρηματοδοτούσε τα κράτη μέλη με κριτήριο την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας τους.

Το σύστημα αυτό ουσιαστικά θα υπερκέραζε τις γραφειοκρατίες προσφέροντας ένα εθελοντικό, ευρωπαϊκό συμβόλαιο εργασίας απευθείας στους εργαζόμενους.

Εάν αυτοί το υπογράψουν, θα είναι μεν λιγότερο εξασφαλισμένοι στην εργασία τους, αλλά ως αντάλλαγμα θα απολαμβάνουν εγγυημένη αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης (ανάλογα με την προϋπηρεσία τους) και ευρωπαϊκά επιδόματα ανεργίας, πέρα από τα εθνικά επιδόματα που δικαιούνται.

Σε μία τέτοια περίπτωση, ένας απολυμένος έλληνας εμποροϋπάλληλος θα λαμβάνει, για παράδειγμα, 1.000 ευρώ ως μηνιαίο ευρωπαϊκό επίδομα, συν το πολύ μικρότερο ελληνικό ποσό. Επιπλέον, οι άνεργοι θα είναι υποχρεωμένοι να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα επανεκπαίδευσης που θα βελτιώσει τα προσόντα και τις δυνατότητές τους.

Δεν είναι κακή ιδέα, έτσι;

Υπάρχει βεβαίως ένας «ύφαλος» για την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος: Η Γερμανία θα πρέπει να δώσει το «πράσινο φως» στην εκταμίευση χρημάτων προς τους «μικρούς» εταίρους της. Έως τώρα, η γερμανική αλληλεγγύη έχει έρθει αποκλειστικά με τη μορφή δανείων.

Το καλό για το Βερολίνο είναι πως το εν λόγω πρόγραμμα έρχεται με ένα πολύ λογικό κόστος, περίπου 26 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για τη Γερμανία, ήτοι, 320 ευρώ ανά γερμανό πολίτη. Χώρια του ότι και η Γερμανία θα βρεθεί κάποτε σε θέση να χρειάζεται τη βοήθεια του επίμαχου ταμείου.

Σε βάθος χρόνου, η συνεισφορά του Βερολίνου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν θα είναι μεγαλύτερη από αυτή των υπόλοιπων χωρών.

Η απλή πραγματικότητα είναι πως εάν η Ευρώπη επιθυμεί να σώσει το ευρώ, θα πρέπει να χτίσει κάποια μορφή δημοσιονομικής, όχι μόνο νομισματικής ένωσης. Ίσως η καταπολέμηση του «καρκίνου» που λέγεται ανεργία είναι ένα πρώτο βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.

Πηγή: skai.gr/Bloomberg