Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είναι οργισμένη από καιρό. Και η οργή της εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Από την απλή γκρίνια μέχρι τις ακραίες εκδηλώσεις βίας και καταστροφής. Περιστατικά, όπως η λαϊκή απήχηση που είχε η αυτοκτονία του 77χρονου συνταξιούχου φαρμακοποιού στην πλατεία Συντάγματος,

η επακολουθήσασα διαπόμπευση ενός ειδικού φρουρού, ο συχνός προπηλακισμός πολιτικών και εσχάτως τραγουδιστών, τα πρωτοφανή επεισόδια στο ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, τα επεισόδια στη Ρόδο και στο Ηράκλειο κλπ, αποδεικνύουν ότι η οργή αυτή αυξάνεται με γεωμετρική ταχύτητα.

Πριν από δύο μήνες, την παραμονή της ψήφισης του νέου μνημονίου από τη Βουλή, σε άρθρο μου στον φιλόξενο ιστότοπο της «Παράλλαξης» διαπίστωνα ότι «όσο η κοινωνία μας είναι οργισμένη, παραμένει παράλυτη. Διότι ο οργισμένος δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν στοχάζεται, δεν διαλέγεται. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι με την πρώτη διαθέσιμη αφορμή να συγκρουστεί και να εκτονώσει την οργή του». Ενόψει της εν τω μεταξύ ραγδαίας αύξησης της κοινωνικής οργής και επ’ ευκαιρία των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών αυτή η προ διμήνου διαπίστωση μού φαίνεται ακόμα πιο επίκαιρη σήμερα.

Βασικό στοιχείο μιας υγιούς δημοκρατίας είναι ο διάλογος και η δια της πειθούς διαμόρφωση της λαϊκής πλειοψηφίας που κυβερνά και νομοθετεί. Αυτή η προπαρασκευαστική διαδικασία που (υποτίθεται) λαμβάνει χώρα κατά την προεκλογική περίοδο, είναι κορυφαίας σημασίας για την εντός του κοινοβουλίου αντιπροσωπευτική αποτύπωση των συσχετισμών των πολιτικών δυνάμεων και για την ομαλή διακυβέρνηση της πολιτείας. Παρά την ζοφερή ατμόσφαιρα των τελευταίων μηνών, είχα την ελπίδα ότι αυτή η προπαρασκευαστική διαδικασία θα αποτελούσε βασικό αίτημα της κοινωνίας μας. Και τούτο, διότι η αναζήτηση μιας άλλης συλλογικής πορείας – αναζήτηση που μπορεί να διευκολυνθεί μέσα από έναν υπεύθυνο διάλογο – είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Ωστόσο, οι εξελίξεις διαψεύδουν την ελπίδα μου με ηχηρό τρόπο. Πολλοί συμπολίτες μας δεν ενδιαφέρονται να ακούσουν άλλες απόψεις, καθώς η άποψή τους είναι ήδη διαμορφωμένη και η οργή ο μοναδικός οδηγός τους. Παράλληλα, ο λόγος των περισσοτέρων υποψηφίων αποσκοπεί στην αλίευση ψηφοφόρων και στην διατήρηση ενός κλίματος, που ήδη κυριαρχείται από ανέξοδη παραπλανητική ρητορική. H κοινωνία μας, έχοντας εγκλωβιστεί εδώ και δύο χρόνια στο δίλημμα «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο», δεν διαλέγεται με κριτήριο την εξυπηρέτηση των ουσιαστικών μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αναγκών της, αλλά με κριτήριο την υπηρέτηση ενός διλήμματος τεχνητού, διαιρετικού, παραπλανητικού και εν τέλει βολικού για τα περισσότερα κόμματα. Βολικού, διότι αποκρύπτει την πολιτική ένδειά τους. Και παραπλανητικού, διότι ένας νηφάλιος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει πως, ενώ η υποτέλεια έχει πολλές εκφάνσεις, η πρόοδος έχει μόνο μία: την διαρκή, μεθοδική και παραγωγική εργασία.

Η τελευταία αυτή άποψη, όσο κι αν δεν είναι δημοφιλής, καθώς ηχεί σαν αυστηρή πατρική σύσταση, είναι ίσως χρήσιμη σε μια εποχή γεμάτη αβεβαιότητες. Στην πραγματικότητα, δεν είναι καν πρωτότυπη. Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους διαπρεπέστερους σύγχρονους Έλληνες στοχαστές με έργο οικουμενικής εμβέλειας, σε ανύποπτο χρόνο (1991) την είχε διατυπώσει προφητικά: «Ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειστές της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης των στερήσεων.»

Αυτή την «άτεγκτη οικονομική αλήθεια» κανένα προβεβλημένο κομματικό στέλεχος δεν τολμά, έστω και τώρα, να προβάλλει. Και όσοι ελάχιστοι τυχόν επιχειρήσουν να την προβάλλουν, κινδυνεύουν να εξοβελιστούν από μια προεκλογική συζήτηση, που έχει εστιαστεί σε άλλες προτεραιότητες. Πράγματι, ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι, όσο η κοινωνία μας αρνείται να αντιμετωπίσει την πιο πάνω αλήθεια, βαλτώνει όλο και περισσότερο στον εξευτελισμό της υποτέλειας και στην αναξιοπρέπεια της ξένης εξάρτησης. Και ότι όσο η αποδοχή της πιο πάνω αλήθειας καθυστερεί, τόσο τα φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα της “οριζόντιας” «διανομής των βαρών» και της ανύπαρκτης μέχρι σήμερα «ιεράρχησης των στερήσεων» θα αποτελούν βραδυφλεγείς βόμβες στα θεμέλια της δημοκρατίας μας.

Με αφετηρία αυτή την οικονομική αλήθεια ίσως να είναι καιρός να αναλογιστεί κανείς τι είναι σήμερα «συμφέρον». Τη στιγμή που η ανεργία καλπάζει, υπερβαίνοντας το 21% του ενεργού πληθυσμού και η δημόσια διοίκηση έχει παύσει να αποτελεί εργοδότη, «συμφέρον» είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Και οι θέσεις αυτές, για να γίνουν σταθερές, απαιτείται να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που να εξάγονται και να εισάγουν νέο πλούτο στη χώρα. Τούτο απαιτεί φαντασία, έρευνα, μεθοδικότητα, απελευθέρωση από κοινωνικά συμπλέγματα, αγάπη, δημιουργικότητα και προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου στην ιδιοσυγκρασία των ατομιστών Ελλήνων, που όταν είναι ιδιοκτήτες σπεύδουν και όταν είναι υπάλληλοι καθεύδουν. Δηλαδή μια ουσιαστική αλλαγή τρόπου σκέψης. Είτε το δεχόμαστε, είτε όχι, μόνο όταν τις ανάγκες μας τις καλύπτουμε από τα εισοδήματά μας, θα παύσουμε να ζητιανεύουμε δεξιά κι αριστερά. Ένα τέτοιο σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας θα ήταν τιτάνιο και υπό τις παρούσες περιστάσεις φαντάζει ακατόρθωτο. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι. Απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό, ρεαλισμό και πολλή υπομονή. Προηγουμένως, απαιτεί μια ελάχιστη κοινωνική συμφωνία, αφού χωρίς κοινωνική ειρήνη, οποιοδήποτε οικονομικό σχέδιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Για να υπάρξει αυτή η συμφωνία, είναι αναγκαία η αντικατάσταση της θνήσκουσας «δημοκρατίας της μεταπολίτευσης» από ένα σύγχρονο ευέλικτο πολίτευμα, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί δεν θα έχουν ασυλία, ο λαός θα μετέχει πιο ενεργά και πιο συχνά στα κοινά και τα κόμματα θα λαμβάνουν τις κοινοβουλευτικές έδρες που τους αναλογούν βάσει των ψήφων που έλαβαν και όχι τις έδρες που κάποιος ευφάνταστος εκλογικός νόμος τους προσθέτει ως bonus ή τους αφαιρεί ως ποινή.

Μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά, όμως, είμαι καταδικασμένος να «ζω, όπως μπορώ, σε μια δυστυχισμένη χώρα», όπως έλεγε ο Camus. Είναι μια χώρα όπου οι άστεγοι, οι ναρκομανείς, οι καταθλιπτικοί, οι φτωχοί και οι απόκληροι αυξάνονται. Όπου οι πιο παραγωγικοί άνθρωποί της είναι απογοητευμένοι, αδρανοποιημένοι, φοβισμένοι και ηττημένοι. Και όπου αρκετοί οργισμένοι πολίτες αναζητούν καταφύγιο στη μισαλλοδοξία των άκρων. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, για έναν σκεπτόμενο κι ευαίσθητο άνθρωπο μέλλον δεν υπάρχει. Συνεχίζει όμως να υπάρχει η ελπίδα η ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου να κινητοποιήσει τα πιο παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας και να οδηγήσει σε κοινωνικές ζυμώσεις που θα επιζητήσουν να εκφραστούν πολιτικά. Ίσως οι εκλογές της 6ης Μαΐου να είναι η απαρχή μιας τέτοιας διαδικασίας. Ίσως πάλι να μην έχει έρθει ο καιρός. Καθώς ο ιστορικός χρόνος δεν έχει καμία σχέση με τον τηλεοπτικό, οι πολιτείες αλλάζουν υπόγεια και αργά. Βασανιστικά αργά σε σχέση με τις προσδοκίες και τα όνειρα.

Του Βασιλείου Χατζηϊωάννου

* Ο Βασίλειος Α. Χατζηϊωάννου είναι λέκτορας του Τμήματος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Πηγή : parallaximag.gr