Ο πληθυσμός της Γαλλίας θα φθάσει τα επίπεδα της Γερμανίας μέχρι το 2055, σύμφωνα με μελέτη του Γαλλικού Ινστιτούτου Δημογραφικών Μελετών. Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 29 Μαρτίου, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους προβλέπεται αυτή η πληθυσμιακή εξέλιξη.

Αρχικά διαπιστώθηκε ότι ενώ η μετανάστευση έχει παίξει μικρό ρόλο στην αύξηση του πληθυσμού της Γαλλίας, αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην αντιμετώπιση της γήρανσης και μείωσης του πληθυσμού της Γερμανίας.

Η δημογραφική αύξηση της Γαλλίας οφείλεται πάνω από όλα στα συγκριτικά υψηλά ποσοστά γεννητικότητας, που είναι πολύ μεγαλύτερα από τα ποσοστά θανάτων. Το 2010, όταν ο γαλλικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 0.53% στα 63.4 εκ, γεννήθηκαν 802.000 μωρά στη Γαλλία, ενώ οι θάνατοι ήταν 540.000. Τον ίδιο χρόνο, ο «καθαρός» αριθμός μεταναστών ήταν 75.000 (δηλαδή υπήρξαν 75.000 περισσότεροι μετανάστες από αυτούς που έφυγαν) αντιπροσωπεύοντας το 1/5 της συνολικής αύξησης του πληθυσμού.

Στη Γερμανία ωστόσο, η κατάσταση είναι ακριβώς αντίθετη. Το 2010, ο γερμανικός πληθυσμός ήταν 81.4 εκ, σημειώνοντας πτώση 0.06%. η πτώση αυτή θα είχε πέσει στο 0.22% χωρίς την εισροή 130.000 μεταναστών το 2010.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ, ο γαλλικός πληθυσμός θα είναι ίδιος με τον γερμανικό μέχρι το 2055. Αυτό βασίζεται στην υπόθεση της συνεχούς αύξησης της γεννητικότητας σε Γαλλία και Γερμανία (που θα φθάσει το 2055 σε ένα μέσο όρο 1.92 παιδιά ανά γυναίκα στη Γερμανία και 2.06 παιδιά ανά γυναίκα στη Γαλλία), το προσδόκιμο ζωής θα συνεχίσει να αυξάνεται (85.5 έτη στη Γερμανία και 86.5 έτη στη Γαλλία) και η μετανάστευση θα αντιστοιχεί σε μια καθαρή εισροή 1 ανά 1000 άτομα.

«Οι θέσεις των δύο χωρών αναφορικά με την ανάπτυξη του πληθυσμού και τη γήρανση έχουν αντιστραφεί», τόνισε ο διευθυντής του ινστιτούτου Gilles Pison. «Ενώ η Γαλλία θεωρείτο ως γερασμένο έθνος που απειλείτο από δημογραφική παρακμή πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει τώρα την εικόνα της Γερμανίας».

Μια ιστορία δημογραφικού πινγκ-πονγκ

Ο Pison πιστεύει ότι η σημαντική αύξηση στα ποσοστά γεννητικότητας στη Γαλλία εξηγείται από τις πολιτικές ενθάρρυνσης των ζευγαριών να αποκτήσουν παιδιά, έχοντας οικονομικά οφέλη και τις κατάλληλες δομές φροντίδας και ανατροφής των παιδιών, με την στήριξη όλων των κομμάτων.

Η εισαγωγή παρόμοιων πολιτικών στη Γερμανία είναι συγκριτικά πρόσφατη, και ενώ οι δημόσιες δαπάνες για τέτοιες πολιτικές είναι σχεδόν οι ίδιες και στις δύο χώρες, οι δομές φροντίδας των παιδιών στη Γερμανία δεν είναι τόσο συνολικές όπως στη Γαλλία.

«Στη Γαλλία, τα φιλικά προς την οικογένεια μέτρα υποστηρίχτηκαν από όλα τα πολιτικά κόμματα, ενώ στη Γερμανία οι μνήμες του ναζιστικού ζήλου για αναπαραγωγή του έθνους, καθυστέρησαν για πολλά χρόνια αυτές τις πολιτικές», τονίζει ο Pison.

Το 1800, η Γαλλία είχε πληθυσμό 30 εκ, διπλάσιο από αυτόν της Γερμανίας. Ωστόσο, τα επόμενα 150 χρόνια, η κατάσταση αντιστράφηκε. «Στα μέσα του 18ου αιώνα, οι γυναίκες και στις δύο χώρες είχαν 5 ή 6 παιδιά κατά μέσο όρο», αναφέρεται στην έκθεση.

«Μέχρι τα τέλη του αιώνα, η πρακτική του ελέγχου των γεννήσεων επεκτάθηκε στη Γαλλία, και η γεννητικότητα έπεσε από τα 5.4 παιδιά ανά γυναίκα τη δεκαετία του 1750 στα 4.4 τη δεκαετία του 1800 και 3.4 στη δεκαετία του 1850. Στη Γερμανία από την άλλη, στα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες ξεκίνησαν να περιορίζουν το μέγεθος της οικογένειας. Αυτή η χρονική διαφορά αποδίδεται κυρίως στην πρώιμη διάδοση των ιδεών του Δια φωτισμού σε όλη την Γαλλία ή στην άρση των θρησκευτικών περιορισμών.

«Μία συνέπεια ήταν η πρώιμη μείωση της γεννητικότητας στο γαλλικό πληθυσμό τον 19ο αιώνα συγκριτικά με τους ευρωπαίους γείτονες, και η πρώιμη γήρανση του πληθυσμού… Η ήττα στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870-1871 αποδίδεται στην ανωτερότητα του εκπαιδευτικού συστήματος της Πρωσίας, αλλά επίσης και στη δημογραφική παρακμή της Γαλλίας. Παρόμοιοι λόγοι εξηγούν και την ευαισθησία της Γαλλίας έναντι του γερμανού εχθρού στην έναρξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές οι ιδέες χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την εισαγωγή πολιτικών αναπαραγωγής του έθνους στα τέλη του 19ου αιώνα».

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος σηματοδοτεί την αλλαγή των τάσεων

Μέχρι το 1939, ο πληθυσμός της Γερμανίας ήταν 60εκ, συγκριτικά με τα 41 εκ της Γαλλίας. «Η γερμανική ανάπτυξη οφειλόταν στο πλεόνασμα γεννήσεων έναντι των θανάτων, με το ποσοστό γεννητικότητας να παραμένει σταθερά πάνω από το ποσοστό θνησιμότητας τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα (χωρίς τον υπολογισμό των ετών πολέμου)», αναφέρεται στην έκθεση.

«Αντίθετα, τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας στη Γαλλία παρέμειναν πολύ κοντά την ίδια περίοδο, και η σχετικά μικρή πληθυσμιακή αύξηση εξισορροπήθηκε από τις απώλειες του πολέμου 1914-1918. Χάρη μόνο στη μετανάστευση δεν παρέμεινε κολλημένος ο πληθυσμός μεταξύ 1900 και 1939».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Γαλλία δέχθηκε μεγάλη εισροή μεταναστών, που αυξήθηκαν σημαντικά μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η Γερμανία από την άλλη, που δεν ήταν χώρα μεταναστών, είδε μια έξοδο των κατοίκων της προς το Νέο Κόσμο», υπογραμμίζει η έκθεση. «Χωρίς αυτή την μετανάστευση, ο πληθυσμός της θα είχε αυξηθεί περαιτέρω».

Η μεταπολεμική θεαματική αύξηση των γεννήσεων έληξε τη δεκαετία του 1960. Η γεννητικότητα μειώθηκε στα 2 παιδιά ανά γυναίκα στη Γερμανία το 1970, ενώ το ίδιο ποσοστό είχε και η Γαλλία το 1974. Μέχρι το δεκαετία του 1990, το ποσοστό μειώθηκε περαιτέρω στα 1.3 παιδιά ανά γυναίκα στη Γερμανία και 1.7 παιδιά ανά γυναίκα στη Γαλλία,

Ωστόσο στη Γαλλία, δημιουργήθηκε η τάση απόκτησης παιδιών σε μεγάλη ηλικία με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό γεννητικότητας στα 2 παιδιά ανά γυναίκα ξεκινώντας από την προηγούμενη δεκαετία. Στη Γερμανία, η γεννητικότητα αυξάνεται πολύ πιο αργά, με μέσο όρο 1.4 παιδιά ανά γυναίκα μέχρι το 2010.

Πηγή : euractiv.gr