Δεν ξέρω αν είναι η νοσταλγία ή η απλή λογική που με κάνει να αναπολώ τη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων κάθε φορά που η έλλειψη ποιότητας στην καθημερινότητα με αναγκάζει να συγκρίνω το παρόν με το παρελθόν της πόλης. Ήταν σίγουρα μια πιο ανθρώπινη πόλη, στην οποία η γειτονιά με την μικροκλίμακά της αποτελούσε το βασικό συστατικό στοιχείο αυτού που κάπως αυθαίρετα θα αποκαλούσαμε «αστική φιλικότητα».

Συγχρόνως με αυτό το πρόσωπο η πόλη είχε φτιάξει μια ξεχωριστή ταυτότητα που την έκανε αγαπητή τόσο στους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες της. Η Θεσσαλονίκη στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 φιλοτέχνησε τον δικό της μύθο, που τη βοήθησε να ξεχωρίσει μέσα στην άναρχη και εσωστρεφή μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα, υιοθετώντας έναν αέρα αυθεντικής κοσμοπολίτισσας, που είχε καταφέρει να ενσωματώσει διαφορετικά και ενδιαφέροντα πολιτισμικά στοιχεία.

Η Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου ήταν αναμφισβήτητα μια ελκυστική πόλη. Αυτό λένε όλοι. Αυτό λένε και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στα επετειακά λευκώματα της πόλης. Αν με ρωτούσε κάποιος να του περιγράψω τις δύο τρεις πιο δυνατές εικόνες που είναι αποτυπωμένες στη μνήμη μου από εκείνη την περίοδο, θα διάλεγα, χωρίς να πολυσκεφτώ, τους Σεπτέμβρηδες της Διεθνούς Έκθεσης με τα πυροτεχνήματα, τα συγκρουόμενα και τα εντυπωσιακά ξένα περίπτερα, την επιστροφή με τα καραβάκια από την Περαία και την Αγία Τριάδα με τον ήλιο να δύει μέσα στη θάλασσα και την μαρμάρινη πλατεία Διοικητηρίου γεμάτη παιδιά να παρακολουθούν το απογευματινό ποδοσφαιρικό ντέρμπι της γειτονιάς. Ανθρώπινες γειτονιές, η Διεθνής Έκθεση, η σχέση της πόλης με τη θάλασσα και λειτουργικοί δημόσιοι χώροι: αυτά χαρακτήριζαν εκείνη τη Θεσσαλονίκη.

Τις επόμενες δεκαετίες η πόλη μεγάλωσε πολύ. Έγινε ένα σημαντικό βιομηχανικό και παραγωγικό κέντρο της χώρας και έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα: να αναδειχθεί σε διεθνές οικονομικό κέντρο κυρίως των Βαλκανίων, αλλά πάντα με ευρωπαϊκό χαρακτήρα. Ήταν κάτι που δυστυχώς η Θεσσαλονίκη δεν το κατάφερε ποτέ, παρόλο που κάποια εποχή, γύρω στο 1995, πιστέψαμε ότι υιοθετούσε τον ρόλο αυτό, του μητροπολιτικού κέντρου των Βαλκανίων. Έτσι την αποκαλούσαμε σχεδόν όλοι και κυρίως οι πολιτικοί.

Το στοίχημα χάθηκε για τρεις κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι ότι το ελληνικό οικονομικό μοντέλο είναι υπερσυγκεντρωτικό, επιβαρύνοντας υπερβολικά τις περιφερειακές πρωτοβουλίες. Ο δεύτερος ότι η Θεσσαλονίκη μετράει πάντα το μπόι της σε σχέση με την Αθήνα, δημιουργώντας μια λάθος αντίληψη στην πόλη, η οποία δεν της επιτρέπει να ανοίξει τα φτερά της. Και ο τρίτος και ο σημαντικότερος είναι ότι για να γίνει ελληνικό και σύγχρονο ευρωπαϊκό κέντρο, η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο που θα βάλει στο κέντρο του την ποιότητα ζωής, τον πολιτισμό, το επιχειρηματικό περιβάλλον και την εξωστρέφεια.

Σχέδια έγιναν πολλά, δεν υλοποιήθηκε όμως ποτέ κανένα. Μόνο αποσπασματικές δράσεις χωρίς συνοχή και συνέχεια και μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης καχυποψίας που πάντα έτρωγε σαν σαράκι την αποτελεσματικότητα της πόλης. Η Θεσσαλονίκη όμως ακόμα και στην κρίση και στην ώρα της μεγάλης ύφεσης είναι μια πόλη χαρισματική, κυρίως γεωγραφικά και ιστορικά. Απλά, γρήγορα και αποφασιστικά θα πρέπει να μετασχηματίσει το φυσικό της χάρισμα σε αναπτυξιακό αποτέλεσμα και ποιότητα ζωής. Με λίγα λόγια να γίνει και πάλι μια ελκυστική πόλη για τους κατοίκους της, τους επισκέπτες, τους εργαζόμενους, τους επιχειρηματίες και τους νέους. Να γίνει μια δημιουργική πόλη, όπως έχει πει και ο Charles Landry, όπου το παλαιό πνεύμα της «αστικής φιλικότητας» στις γειτονιές θα αναβιώσει με την παράλληλη διεθνοποίηση και αναγέννηση της ΔΕΘ, την αναβάθμιση του δημόσιου χώρου σε μια πράσινη κατεύθυνση, την ενσωμάτωση της θάλασσας στην καθημερινή ζωή της πόλης μέσω του λιμανιού της και της θαλάσσιας συγκοινωνίας. Μαζί με αυτά τα διαχρονικά οικόσημά της, η Θεσσαλονίκη θα πρέπει συγχρόνως να δει τον εαυτό της ως μια πόλη των νέων τεχνολογιών, του πολιτισμού, των Πανεπιστημίων, εκμεταλλευόμενη παράλληλα την ύπαρξη της Τεχνόπολης, των θερμοκοιτίδων και πολλών μικρών επιχειρήσεων.

Πάνω απ’ όλα όμως η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να γίνει –και το λέω γιατί αυτό είναι γραμμένο στο DNA της- μια πόλη ανοιχτή στους νέους και στη δημιουργικότητα. Είναι μια μεγάλη ευθύνη που έχουμε και απέναντι στην πόλη και απέναντι στα παιδιά μας.

Του Τάσου Τζήκα

* Ο Τάσος Τζήκας είναι διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ Α.Ε.

Πηγή: parallaximag.gr