Τον περισσότερο καιρό της ζωής μου, τον έχω περάσει στα αποδυτήρια και στα γήπεδα, αγκαλιά με μια μπάλα. Είχα φτάσει στο σημείο, να νιώθω σαν τον Τομ Χανκς στη ταινία «Ο ναυαγός», όπου καθώς δεν είχε άλλη επιλογή, ζωγράφισε τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου πάνω σε μια μπάλα και συζητούσε μαζί της τα πάντα. Η δύναμη που μου ασκούσε ήταν τέτοια, που ένιωθα να κάνω ενεργητικό διαλογισμό, την ώρα της προπόνησης και του αγώνα.

Για τη δύναμη του ποδοσφαίρου στις μάζες, υπάρχει ένας μύθος. Ένας δικτάτορας σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Λατινικής Αμερικής, απαγόρευσε αρχικά στους κατοίκους να πραγματοποιούν συναυλίες και παραστάσεις. Εκείνοι μαζεύονταν κάθε απόγευμα, στην πλατεία του χωριού, και έπαιζαν ευτυχισμένοι ποδόσφαιρο. Αργότερα τους απαγόρευσε, να κυκλοφορούν τη νύχτα και να έχουν τα φώτα των σπιτιών τους αναμμένα. Εκείνοι συνέχισαν να μαζεύονται κάθε απόγευμα και να παίζουν ευτυχισμένοι ποδόσφαιρο. Στη συνέχεια, τους απαγόρευσε να μιλάνε μεταξύ τους και να τρώνε πάνω από ένα πιάτο ρύζι την ημέρα, ο καθένας. Εκείνοι απτόητοι, στην πλατεία του χωριού, παίζανε ευτυχισμένοι ποδόσφαιρο. Τέλος τους απαγόρευσε το ποδόσφαιρο. Εκείνοι ξεσηκώθηκαν και έριξαν το καθεστώς, σκοτώνοντας τον δικτάτορα.

Αυτό που προσπαθώ να επισημάνω είναι ότι το ποδόσφαιρο ασκούσε πάντα τρομερή επιρροή και δύναμη, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και στις μάζες γενικότερα. Οι κυβερνήσεις κατάλαβαν από νωρίς το «όπλο» που είχαν στα χέρια τους και το χρησιμοποίησαν, είτε σαν όπιο των λαών, είτε για να προβάλλουν την χάρτινη ανωτερότητα της χώρας τους, μέσα από το πιο λαοφιλές άθλημα στον κόσμο. Αναπόφευκτα, το ποδόσφαιρο και η κοινωνία, πορνευόντουσαν μαζί κρατώντας το ίδιο βήμα, για πολλές δεκαετίες.

Το ποδόσφαιρο όμως, μόλις ένιωσε ότι οι ταχύτητες της ζωής είναι τέτοιες που δεν σου επιτρέπουν να απολαύσεις τη διαδρομή, αλλά τίθεται ζήτημα επιβίωσης, προσαρμόστηκε, και πήρε τον δικό του δρόμο. Όσο οι άνθρωποι πανικοβάλλονταν και έτρεχαν να προλάβουν τον εαυτό τους, εκείνο άλλαζε τη δομή και τη λειτουργία του, με μοναδικό στόχο να βελτιωθεί και να εξελιχθεί. Ο σύγχρονος ποδοσφαιριστής έπρεπε να ενεργεί με ταχύτητα σκέψης και εκτέλεσης, κάτω από την πίεση του χώρου, του χρόνου και του αντιπάλου. Με απλά λόγια, για τους μη μυημένους στο άθλημα, αυτό σημαίνει ότι ο ποδοσφαιριστής πλέον, έχει ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του για να σκεφτεί τι θα κάνει και με ποιον τρόπο, ελάχιστο χώρο για να κινηθεί και στενό «μαρκάρισμα» από έναν τουλάχιστον αντίπαλο σε κάθε φάση.

Για να «επιβιώσει», κατήργησε τις έννοιες, αμυντικός – επιθετικός και τις ανέδειξε σε αμυνόμενος-επιτιθέμενος Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος συγκεκριμένα να κάνει τη δουλειά του χαμάλη, για να επωφεληθεί η πριμαντόνα της ομάδας. Όλοι τρέχουν, ιδρώνουν και μαρκάρουν το ίδιο, με μοναδικό σκοπό την επιτυχία της ομάδας. Ξέρουν ότι μόνο μέσα από αυτή, μπορούν να προβληθούν και να διατηρηθούν σε υψηλό και ανταγωνιστικό επίπεδο. Τα συστήματα του και οι τακτικές του, κοιτάζουν αποκλειστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Ομοιόμορφο διαχωρισμό, ομοιόμορφη επιβάρυνση, και ομοιόμορφη συμμέτοχη στα καθήκοντα, όλων των παικτών στο γήπεδο.

Αν το τοποθετήσουμε αυτό ακριβώς στη ζωή μας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και στην σύγχρονη κοινωνία; Οι ρυθμοί είναι καταιγιστικοί. Οι εξελίξεις (οι πραγματικές και όχι οι κατασκευασμένες των καναλιών)μας προσπερνάνε. Ο χώρος που μας αφήνεται, για να δουλέψουμε και να δημιουργήσουμε, είναι σε μέγεθος σπιρτόκουτου. Οι αντίπαλοι, μας πιέζουν ασφυκτικά, από όλες τις μεριές. Οπότε θα πρέπει να προσαρμοστούμε και να μάθουμε να λειτουργούμε κάτω από αυτή την πίεση, όλοι μαζί και ενωμένοι.

Ίσως θα πρέπει να πάρουμε μαθήματα από το ποδόσφαιρο, γιατί όπως είπαμε αυτό τα κατάφερε και προσαρμόστηκε. Ο σύγχρονος ποδοσφαιριστής, σε αυτόν τον ελάχιστο χωροχρόνο σκέψης και αντίδρασης, όχι μόνο δεν στερήθηκε κάτι, αλλά αντιθέτως μέσα σε αυτόν δημιουργεί ένα απέραντο χώρο έμπνευσης, έκφρασης και φαντασίας. Επενδύοντας ταυτόχρονα σε έννοιες όπως, αλληλοκάλυψη, συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη.

Όποτε το ερώτημα που απομένει, και αφορά το παρόν το δικό μας και το μέλλον των παιδιών μας, είναι το εξής. Στην σκληρή σύγχρονη κοινωνία, θέλουμε να πορευτούμε με αυτές τις αρχές και να προσπαθήσουμε να τις εφαρμόσουμε για να γινουμε η Μπαρτσελόνα της ζωής μας; Ή δεν μας πολυπειράζει το να «παιζουμε» στη Β εθνική…;

Υ.Γ Αναφέρομαι στο ποδόσφαιρο αυτό καθ’ αυτό και στη φιλοσοφία του. Η βία στα γήπεδα, οι νταβατζήδες παράγοντες και τα στημένα παιχνίδια, δεν είναι παιδιά του ποδοσφαίρου. Είναι τα υπολείμματα του χειροτέρου εαυτού της κοινωνίας, που βρήκαν την πόρτα ανοιχτή και μας βίασαν…

Του Δημήτρη Ελευθερόπουλου

Πηγή: protagon.gr