Η κραυγή της κόρης του Ελένης που βγήκε τρέχοντας από το χειρουργείο και όρμησε έξω από το νοσοκομείο. «Τι κάθεστε όλοι εδώ; Τον χάσαμε». Το ευγενικό παράπονο της συντρόφου του Φοίβης: «Μα γιατί δεν πηγαίνατε μαζί του όταν πέρναγε το δρόμο;». Τα κατεβασμένα μάτια τού συντετριμμένου τεχνικού: «Ηταν η πρώτη φορά που μάς ξέφυγε μόνος του». Και δεν φορούσε ο άτιμος, όπως επέμεναν φορτικά οι συνεργάτες του, αυτό το κίτρινο φοσφοριζέ μπουφάν, που ολοι οι άλλοι είχαν βάλει, για να τους βλέπουν τα αυτοκίνητα. Ήταν με τα αιώνια σκούρα ρούχα του. Είχε πέσει το σκοτάδι, η περιφεριακή της Δραπετσώνας είχε κίνηση, ούτε που είχε σκεφτεί να την κόψει για το γύρισμα. Ποτέ δεν το κάνει.
Έστηνε το πλάνο με τεράστιο ενθουσιασμό. Εδώ οι νταλίκες, εκεί οι νταλίκες. Μέσα τους θα ανακάλυπταν πτώματα λαθρομεταναστών. Πήγαινε πίσω πίσω, να το δει από μακρυά. Χαμένος στον κινηματογραφικό του κόσμο. Σιγά μη του πέρασε από το μυαλό ότι βαδίζει σε λεωφόρο επικίνδυνη κι ας την είχε ακριβώς γι’ αυτό διαλέξει. «Εδώ είναι το πλατό μου». Ναι, Θόδωρε, είναι και θα μείνει το δικό σου, τελευταίο πλατό. Ένα μισητό κομμάτι ασφάλτου κι ένα τσιμεντένιο διαχωριστικό, πάνω στο οποίο σε εκσφενδόνισε με δύναμη μια βέσπα. Ούτε καν μια πελώρια μηχανή. Για να κάνει κομμάτια το κορμί σου. Και να μείνουμε όλοι μας , μεσάνυχτα της Τρίτης 24 Ιανουαρίου, παγωμένοι, νεκροί…
Η «Άλλη θάλασσα» δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Δεν θα γίνουν τα μεγάλα, εξωτερικά γυρίσματα, πού μας ειχε υποσχεθεί ότι μπορούμε να ρθούμε και με φωτογράφο. Αυτή η ταινία του Αγγελόπουλου θα αφήσει πίσω της λίγα σημάδια. Δεν κλαίει γι’ αυτό με λυγμούς ο Τόνι Σερβίλο, ακίνητος, σκυφτός επι ώρες σε έναν καναπέ του «Μετροπόλιταν». Δεν σκέφτεται τον ρόλο του σκληρού έλληνα επιχειρηματία, που όπως μου έλεγε λίγες μέρες πριν, είναι «από τους πιο σύνθετους και δύσκολους», που έχει παίξει, ποιός, αυτός που ο Αντρεότι του στο «Il Divo» του Σορεντίνο θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Τα δάκρυά του είναι για τον έλληνα σκηνοθέτη, που πάντα θαύμαζε και πρόλάβε να λατρέψει σε τρείς μόνο βδομάδες γύρισμα. Όπως ,πριν από αυτόν, και ο Μαστρογιάνι, ο Γκαντς, ο Καϊτέλ.
Οι γιατροί του Μετροπόλιταν πρέπει να μας πείσουν, να μας εξηγήσουν πώς έφυγε ο Τεό έτσι ξαφνικά και παράλογα. Από μια τόση δα ασήμαντη βεσπούλα, στον πολιτισμένο Πειραιά, αυτός, που είχε γυρίσει όλα τα Βαλκάνια μέσα σε εμφύλιους και είχε κάνει σπίτι του τα χιόνια της Σιβηρίας. Καταφεύγουν σε λεπτομέρειες ανατριχιαστικές, που βαθαίνουν τον πόνο.
Καταγράφω σε ένα κομμάτι χαρτί τις βαρύτατες και μη αναστρέψιμες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, τις δύο καρδιακές ανακοπές, τη ρήξη σπληνός, νεφρού και στομάχου και την ακατάσχετη αιμορραγία από συνθλιπτικά κατάγματα στο ιερόν οστούν. Αλλά θυμάμαι, θέλω να θυμάμαι, ορκίζομαι ότι θα θυμάμαι όσο ζω, μια άλλη φράση τους. «Μας χαμογέλασε πριν μπούμε στο χειρουργείο».
Το ήθελα, το θέλαμε όλοι μας δικό μας αυτό το τελευταίο χαμόγελο ενός ανθρώπου, που κάποιοι θεωρούσαν απρόσιτο και επήρμενο. Επειδή θύμωσε ,που το χοντροκομένο «Underground” του έκλεψε τον Χρυσό Φοίνικα. Επειδή του άρεσε να λέει πόσο τον θαύμαζαν ο Βέντερς και ο Κουροσάβα.
Και πώς γύριζε, λοιπόν, ένας ψυχρός και αγέρωχος άνθρωπος αυτές τις σπαραχτικές ταινίες; Πώς αγάπησε τόσο την ποίηση; Πως ενέπνευσε στην Καραϊνδρου τις καλύτερες μουσικές της; Πώς έκανε όλους τους συνεργάτες του να τον λατρεύουν;
Και ήρθαν πολλοί, ένας ένας, το βράδυ της Τρίτης στο «Μετροπόλιταν». Βουβοί και αποσβολωμένοι. Ο Βρεττάκος, ο Ευστρατιάδης, η Καραίνδρου, ο Αντύπας, ο Κατσέλης, η Μαντά, ο Φραντζής, ο Παπαδόπουλος, ο Σέκερης, ο Σινάνος, ο Πορτοκαλάκης, ο Παγκάνι. Δεν αποχαιρετούσαν, γερασμένοι μέσα σε λίγες ώρες, τον μετρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αυτά είναι γραμμένα σε βιβλία. Βρείτε τα στη Wikipedia. Εκλαιγαν τον δικό τους Θόδωρο, που έφυγε με το όνειρο για μια καινούργια Ελλάδα έχοντας προλάβει να την σφραγίσει ανεξίτηλα.
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Πηγή: protagon.gr