60 εκ. ευρώ άγγιξαν οι πωλήσεις του εμφιαλωμένου τσίπουρου στην Ελληνική αγορά το 2010. Παρά τον μεγάλο ανταγωνισμό με το χύμα τσίπουρο, το καταναλωτικό κοινό δείχνει εμπιστοσύνη στα τοπικά εμφιαλωμένα προϊόντα…

Όπως ανέφερε στο GoodNews.gr ο υπεύθυνος του Αγροτικού Οινοποιητικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου, «το ελληνικό τσίπουρο παραγωγής μας, γεωγραφικά επώνυμο και αναγνωρισμένο σε όλο τον κόσμο για την ποιότητα του, εξάγεται σε χώρες τις ΕΕ,

όπως η Γερμανία και η Ελβετία αλλά και σε χώρες όπως η Κίνα και η Αυστραλία. Μάλιστα ο Συνεταιρισμός προχώρησε και σε μια νέα συνεργασία με τον συνεταιρισμό Κοζάνης και παράγει το μοναδικό τσίπουρο με σαφράν (κρόκος) με ιδιαίτερο άρωμα αλλά και με όλες τις ευεργετικές ιδιότητες του Κρόκου».

Ανακοίνωση στο site του Συνεταιρισμού Τυρνάβου:

(…) «Αισθανόμαστε δικαιωμένοι τουλάχιστον εν μέρει, διότι μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών το τσίπουρο παίρνει την θέση που του αξίζει (αλλά δεν τελειώσαμε ακόμη).

Το 1988 ψηφίστηκε ο νόμος για την εμφιάλωση του τσίπουρου και το 1989 ψηφίστηκε ο καν. 1576/89 για τα αλκοολούχα ποτά στον οποίο περιλήφθηκε και το απόσταγμα στέμφυλων σταφυλής (τσίπουρο), χωρίς όμως να κατοχυρωθεί η λέξη τσίπουρο για την Ελλάδα, παρά μόνο οι σύνθετες ονομασίες τσίπουρο Τυρνάβου, τσίπουρο Μακεδονίας, τσίπουρο Θεσσαλίας και τσικουδιά Κρήτης. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό, ήταν απαραίτητο να διασφαλίσουμε την χρήση της λέξης τσίπουρο μόνο για την Ελλάδα για να μην αρχίσουν να παράγουν με την λέξη τσίπουρο ποτά σε όλο τον κόσμο.

Ο Τύρναβος, ως η μικρότερη περιοχή με ονομασία γεωγραφικής ένδειξης αλλά και λόγω της ιστορίας του, ξεκίνησε τον αγώνα της κατοχύρωσης του τσίπουρου για την Ελλάδα, και με συνεχή υπομνήματα προς τους βουλευτές, ευρωβουλευτές, και υπουργούς κατάφεραμε τη δημιουργία αυτού του αρραγούς πανεθνικού μετώπου κάτι που το 1989 φαινόταν αδύνατο: Την κατοχύρωση του τσίπουρου στην Ελλάδα με τον καν. 110/2008.

Η επιτυχία είναι κοινή, ο καθένας βοήθησε με τον τρόπο του, το αποτέλεσμα μάς δικαίωσε αλλά και μας φόρτωσε και ευθύνες. Η ευθύνη είναι ότι το τσίπουρο δεν πρέπει να χάσει τις ρίζες του (να γίνει ότι έγινε με το ούζο). Να χαθεί δηλαδή η σύνδεσή του με την πρώτη ύλη. Διότι είναι και πρέπει να παραμείνει ένα πραγματικά ελληνικό ποτό, ένα ποτό που παράγεται από ελληνικά σταφύλια, ένα ποτό που φέρνει μαζί του τα χαρακτηριστικά της ελληνικής γης, τον κόπο και τον ιδρώτα των Ελλήνων αμπελουργών αλλά και το μεράκι των αποσταγματοποιών.

Το τσίπουρο μπορεί να γίνει ποτό, όχι μόνο εθνικής αλλά και διεθνούς εμβέλειας βοηθώντας αποτελεσματικά την αμπελουργία. Η διαφαινόμενη δυναμική του τσίπουρου, μας έκανε (εμάς της περιοχής Τυρνάβου) να επιμείνουμε στην κατοχύρωση της ονομασίας τσίπουρο αποκλειστικά στην Ελλάδα, όπως η Ιταλία είχε ήδη πετύχει για την γκράπα από το 1989.

Εκτός από το τσίπουρο σύμφωνα με τον κ. Πλιάκα, και για το εμφιαλωμένο κρασί του συνεταιρισμού, κορυφαίο στο είδος του όπως το χαρακτήρισε, υπάρχει ανοδική πορεία πωλήσεων για το α εξάμηνο του 2011.»

Λίγα λόγια για το τσίπουρο και την ιστορία του:

Το τσίπουρο είναι ένα ελληνικό αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από περίπου επτά αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Η Τσικουδιά ή Ρακή στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο,

ωστόσο η κυριότερη διαφορά τους είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης. Σε άλλες χώρες, παρόμοια ποτά είναι η ιταλική Γκράπα και το Αράκ της Μέσης Ανατολής.

Η παρασκευή του γίνεται με την απόσταξη στέμφυλων (ή στράφυλα ή τσίπουρα) δηλαδή από τα ράκη (υπολείμματα) των σταφυλιών που μένουν μετά το πάτημα και την εξαγωγή του μούστου για την παραγωγή κρασιού. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο λευκά όσο και κόκκινα σταφύλια. Κατά την απόσταξη προστίθενται συνήθως στον αποστακτήρα, εκτός από τα στέμφυλα, διάφορες αρωματικές ουσίες, όπως γλυκάνισος, μάραθος κ.ά. ή στην Κρήτη φύλλα καρυδιάς. Ο γλυκάνισος είναι η αιτία του ασπρίσματος του τσίπουρου όταν προστίθεται νερό ή πάγος. Το τσίπουρο έχει τις περισσότερες φορές 36 με 45 αλκοολικούς βαθμούς και δεν πρέπει να συγχέεται με το ούζο, ποτό με διαφορετικό τρόπο παρασκευής.

H πώληση αποσταγμάτων για απευθείας κατανάλωση ήταν απαγορευμένη μέχρι το 1988. Μόνο οι αμπελουργοί σε ορισμένες περιοχές είχαν το δικαίωμα να αποστάζουν και να εμπορεύονται, σε τοπικό επίπεδο, τα στέμφυλα, ενώ επιτρεπόταν και η πώληση του αποστάγματος σε εταιρίες παραγωγής οινοπνεύματος. Σήμερα, με την ψήφιση νόμου από το 1988 για την παραγωγή αποστάγματος στέμφυλων, επιτρέπεται η παραγωγή και διάθεση τσίπουρου σε όλη την Ελλάδα μόνο με ειδική άδεια.

Το τσίπουρο αυτό φορολογείται, ενώ η διάθεση του μη εμφιαλωμένου (χύμα) αποστάγματος απαγορεύεται.

Πηγή: goodnews.gr