Πέρασε το σαββατοκύριακο. Καθάρισες το σπίτι σου. Το σκούπισες, το σφουγγάρισες, το γυάλισες, το ξεσκόνισες, το έκανες καθαρό. Να λάμπει, να αστραφτεί, να χαίρεσαι να μένεις μέσα. Να ηρεμείς, να χαλαρώνεις. Να λες δόξα τον Θεό έχω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου. Γιατί όμως φαίνεσαι έτσι; Γιατί δεν λάμπεις και εσύ; Γιατί δεν αστράφτεις; Γιατί δεν χαίρεσαι; Την ψυχή σου την καθάρισες; Ξέρεις και η ψυχή μαζεύει σκόνη. Κάθε μέρα, κάθε μήνα που περνάει, χρόνο με τον χρόνο βαραίνει, μαυρίζει, βρωμίζει, σκονίζεται. Και εσύ αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις, δεν μπορείς να πετάξεις, να ονειρευτείς, να γελάσεις με την ψυχή σου βρε αδερφέ, να κοιμηθείς έναν ύπνο μακάριο, παιδικό και ήρεμο. Να ερωτευτείς με την ψυχή σου, να τραγουδήσεις με την ψυχή σου. Να πεις εδώ είμαι! Ζω και θα συνεχίσω να ζω σε πείσμα πολλών.

Γι’ αυτό λοιπόν άνοιξε τα παράθυρα της ψυχής σου. Πάρε βαθειά ανάσα. Πέταξε την σκόνη. Την σκόνη που σε βαραίνει και σε κρατάει πίσω, που σε τρώει, που σε βρωμίζει. Ξύσε τις πληγές που έχουν σκονιστεί από τον καιρό. Βγαλ’ τες, ξερίζωσέ τες, πέταξέ τες. Να νιώσεις ξανά καθαρός, ανάλαφρος. Να έχεις χώρο να βάλεις καινούριες πληγές. Ποτέ δεν σταματάει αυτή η διαδικασία. Θα πάρει χρόνο και θέλει μεγάλη προσπάθεια αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Παρ’ το απόφαση ότι μαζί με το έξω πρέπει να καθαρίζεις και το μέσα. Γιατί στην ψυχή δεν υπάρχουν χαλάκια για να βάζεις από κάτω την σκόνη. Η ψυχή πρέπει να είναι κρύσταλλο ή μάλλον όχι κρύσταλλο, αλλά διαμάντι. Διαμάντι πρέπει να είναι η ψυχή, λαμπερό, διαυγές και σκληρό. Κάνε το βήμα. Χαμογέλα ξανά.