Οδηγούσα, το ραδιόφωνο ανοιχτό έπαιζε ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι. Η ψυχή μου πετάρισε, ήταν και τα λόγια του Νίκου Γκάτσου, οπότε καταλαβαίνετε.

Το χέρι μου όμως σηκώθηκε κι έκλεισε το ραδιόφωνο. Δε συνειδητοποίησα αμέσως τι έγινε. Γιατί το έκανε αυτό το χέρι μου; Τι θέλει να πει, τι θέλει να μου πει.

Σταμάτησα κάπου δεξιά με τα alarm αναμμένα -ήτανε νύχτα-να το σκεφτώ καλύτερα. Τι έγινε;

Κουράστηκε το χέρι μου.

Κουράστηκε να βάζει δάφνες και στεφάνια στα αγάλματα.

Ζητά, διεκδικεί, απαιτεί κάτι καινούριο να περάσει για βέρα στο δάχτυλό του. Θέλει άλλες αγάπες, άλλους γάμους, άλλα παιδιά, πολλά παιδιά, της τσιγγάνας του δρόμου του τραγουδιού. Καλά κάνει. Είμαι υπέρ του.

Υπέρ του είναι τελικά και η ψυχή μου και όλοι αυτοί που κράτησαν χλωρό αυτό το χέρι με τις μουσικές και τα λόγια τους.

Κι αυτοί το θέλουν το αλλιώτικο, την ανάσα τους καινούρια, τον πλούτο. Θέλουν να δουν τους τόκους τους να ανθίζουν αλλού κι αλλιώς. Θέλουν να δουν, να βλέπουν την ανησυχία, το ενδιαφέρον μας, το νεύρο μας, τη διαθεσιμότητά μας. Ασφυκτιούν. Θα τους πεθάνουμε με το λιβάνι και τις δάφνες.

Ας τους πίνουν το αίμα όσοι δεν αγαπούν πραγματικά, όσοι δεν μπορούν να φτιάξουν, όσοι δεν μπορούν να ακούσουν.

Εμείς, ας ακολουθήσουμε το χέρι μας. Είναι της φυλής μας, της μοίρας μας ο τεντωμένος δείχτης. Ο ορίζοντας που δείχνει. Γι αυτό τελευταία δεν ακούω ελληνικά τραγούδια. Γιατί δε με σηκώνουν. Παλιά αρκούσε να βγω στο δρόμο και με περνούσαν απέναντι. Σήκωνα το χέρι και πιανόμουν. Πιανόμουν από τον αέρα τους σα σε σίδερο. Και ανέβαινα. Με ανέβαζαν ψηλά.

Τώρα δεν μπορώ να περπατήσω μαζί τους με ρυθμό. Αισθάνομαι ότι θέλουν ζωντάνεμα, παρέα, ανταλλαγή. Κουράζονται μόνα τους, παλιώνουν. Θέλουνε νερό, θέλουνε τροφή. Θέλουν την παρέα τους. Θέλουν νέο αίμα.

Το ελληνικό τραγούδι, όχι, μ’ αρέσει, το αγαπάω. Μ’ αυτό μεγάλωσα. Μ’ αυτό περπάτησα τους πρώτους μεγάλους δρόμους στην πόλη μου. Μ’ αυτό βρήκα ρυθμό κι αγάπησα την πατούσα μου.

Θέλω ν’ ακούσω καινούρια ελληνικά τραγούδια. Να σηκωθεί το χέρι μου, να συναντήσει ο δείκτης τον αντίχειρα, να στρίψουνε δεξιά το αυτάκι του ραδιοφώνου, να το τραβήξουν κι ας πονέσει λιγουλάκι, δεν πειράζει, σαν το μικρό παιδί θέλει την πίεσή του, το χάδι, το χαστούκι του, γιατί όχι -εμείς δα πώς μεγαλώσαμε – να το γυρίσει το άναρθρο, το άσχετο, το άμουσο, το όχι, την αντίδραση στο πιο όμορφο τραγούδι: το δικό του.

Θέλει τράβηγμα το αυτί μας.

Τι είναι αυτά που το βάζουμε κι ακούει. Τι σκουλαρίκια του κρεμάσαμε, Θεέ μου, το κατατρυπήσαμε, το καταξεσκίσαμε. Φτάνει. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα.

Ας ακούσουμε άλλες φωνές, άλλες γλώσσες, ας γεμίσουμε, ας πλημμυρίσουμε με πολλούς τρόπους, πολλούς ανθρώπους, διαφορετικές διαδρομές. Ας μπούμε σε άλλα σπίτια, άλλες αρχιτεκτονικές, άλλα κλίματα, άλλες θερμοκρασίες, άλλα υλικά, άλλες γεύσεις.

Ας σκύψουμε, ας γονατίσουμε σαν τον Ινδιάνο ν΄ ακούσουμε από μακριά πώς έρχεται η βροχή, η μουσική, και τότε θ’ ανακαλύψουμε πόσα πολλά δεν είναι καθόλου ξένα. Αντίθετα είναι πολύ δικά μας.

Θα ήθελα κλείνοντας αυτό το σημείωμα να μπορούσα σαν ένας παράφορος d.j. να σας βάλω ν’ ακούσουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι του Nick Cave.

Είναι το until the end of the world.

Μέχρι το τέλος του κόσμου.

Θα σ’ αγαπάω μέχρι το τέλος του κόσμου.

Του Θοδωρή Γκόνη

Πηγή: protagon.gr