Οι βιομηχανικές χώρες σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους. Μέσα από τα χρηματοπιστωτικά συστήματα, έχουν δημιουργηθεί τεράστιες, πολύπλοκες δομές που μπορούν να έχουν τραγικές συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας.

Ο Simon Johnson, καθηγητής επιχειρηματικότητας στο Sloan School of Management του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) και ο Peter Boone, Research Associate στο Centre for Economic Performance του London School of Economics, εκτιμούν ότι οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές δομές είναι τέτοιες που θα φέρουν στο μέλλον και χειρότερες κρίσεις σε σχέση με αυτές που έχουμε δει μέχρι σήμερα.

Σε άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό CentrePiece του Centre for Economic Performance του LSE, απόσπασμα του οποίου αναδημοσιεύεται και στο Voxeu.org, οι Johnson και Boone σχολιάζουν ότι υπάρχει ένα κοινό πρόβλημα πίσω από τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ: η συμβιωτική σχέση μεταξύ πολιτικών, που ενδιαφέρονται μόνο για «στενά» συμφέροντα, και της ανάπτυξης ενός χρηματοπιστωτικού τομέα ο οποίος γίνεται όλο και πιο αδιαφανής. Τα πακέτα διάσωσης έχουν ενθαρρύνει απερίσκεπτες συμπεριφορές στον χρηματοπιστωτικό κλάδο -ο οποίος συνεχίζει να συσσωρεύει κινδύνους- και θα οδηγήσουν σε έναν νέο γύρο σοκ, καταρρεύσεων και διασώσεων.

Οι συντάκτες του άρθρου χρησιμοποιούν τον όρο «κύκλος της Ημέρας της Κρίσεως» σημειώνοντας ότι όταν… γύρισε, το 2007-2008, οι πιο δραματικές εκδηλώσεις των συνεπειών του καταγράφηκαν στις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Lehman Brothers, των ισλανδικών τραπεζών και την κακότεχνη «διάσωση» των τριών ιρλανδικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Οι συνέπειες περιλαμβάνουν επίσης την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, καθώς και τα συνεχιζόμενα προβλήματα -και τα δανειακά προγράμματα των ΔΝΤ και Ε.Ε.- τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Την ίδια στιγμή, άλλες χώρες της Ευρωζώνης όπως η Ιταλία και η Ισπανία δέχονται ισχυρές πιέσεις.

Ωστόσο, κάποιοι έχουν την αίσθηση ότι οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν αφήσει πίσω τους τα χειρότερα. Μετά από μία σειρά συνόδων κορυφής, υποστηρίζεται ότι η Ευρώπη βρίσκεται πια σε ένα μονοπάτι πιο αποφασιστικής προώθησης της ιδέας ενός ενοποιημένου τραπεζικού συστήματος, υποστηριζόμενου από αυτό που αναμένεται να εξελιχθεί σε ουσία της δημοσιονομικής ένωσης.

Ο «κύκλος της Ημέρας της Κρίσεως» συνεχίζει να γυρίζει. Και τα προβλήματα χωρίς αμφιβολία κατευθύνονται προς την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, σχολιάζουν οι Johnson και Boone, χαρακτηρίζοντας «ανησυχητικό» το επίπεδο εφησυχασμού που παρατηρείται σε αυτές τις χώρες σε ό,τι αφορά τη χάραξη πολιτικής. Όμως… το επόμενο γύρισμα αυτού του κύκλου φαίνεται ότι θα χτυπήσει ξανά την Ευρώπη και, πιθανότατα, με μεγαλύτερη σφοδρότητα απ’ όσο προηγουμένως.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ηπειρωτικής Ευρώπης βρίσκεται σε μεγάλους «μπελάδες», υποστηρίζουν. Και εξηγούν ότι οι προϋπολογισμοί είναι μη βιώσιμοι και η ανάπτυξη δεν διαφαίνεται πουθενά στον ορίζοντα. Το κόστος των διασώσεων αυξάνεται και η επερχόμενη κλιμάκωση του προβλήματος είναι πιθανό να υπονομεύσει την πολιτική στήριξη για την Ευρωζώνη καθαυτή.

Μεταξύ άλλων, οι Johnson και Boone σημειώνουν ότι στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι κρίσεις εμφανίζονταν κυρίως σε χώρες μικρού ή μέσου εισοδήματος, οι οποίες ήταν πολύ μικρές για να επηρεάσουν τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κρίσεις που φοβόμαστε σήμερα σημειώνονται σε σχετικά πλούσιες χώρες και είναι αρκετά σοβαρές ώστε να επηρεάσουν την ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές δομές επιτρέπουν σε μια οικονομία να δανείζεται πέραν των ορίων των αντοχών της – και σε υπερβολικό βαθμό σε σχέση με τις προοπτικές ανάπτυξης που παρουσιάζει. Η προσδοκία των διασώσεων είναι πια ενσωματωμένη στο σύστημα, με τη μορφή στήριξης από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες. Όμως οι προσδοκίες αυτές είναι λανθασμένες, διότι πολλές φορές οι ανάγκες του συστήματος είναι μεγαλύτερες από αυτές που μπορούν πραγματικά να εξυπηρετηθούν. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, σχολιάζουν οι δύο αρθρογράφοι, οι πολιτικοί βρίσκουν ευκαιρίες επανεκλογής, οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές κάθε είδους βρίσκουν ευκαιρίες να «χτίσουν» ολόκληρες περιουσίες, ενώ για το ευρύ κοινό τίποτα δεν γίνεται ξεκάθαρο, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά.

Τα ελαττωματικά όνειρα της Ευρωζώνης

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Ευρωζώνη θα καταφέρει σύντομα να βγει από την κρίση, υποστηρίζουν οι Johnson και Boone. Ειδικά για τις μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ είναι ένας σύγχρονος Μίδας. Μόνο που δεν μετατρέπει τα πάντα σε χρυσό, αντ’ αυτού μετατρέπει μη ελκυστικούς κρατικούς και τραπεζικούς τίτλους σε εγγυήσεις, οι οποίες μπορούν εύκολα και γρήγορα να ανταλλαγούν με ρευστό από την ΕΚΤ. Και οι επενδυτές, γνωρίζοντας πλέον ότι οι δανειζόμενοι έχουν απεριόριστη πρόσβαση σε ρευστότητα, έγιναν πρόθυμοι να δανείσουν με χαμηλά επιτόκια σε όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης.

Με βάση τα παραπάνω, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς αρχικά το γιατί η ένταξη στην Ευρωζώνη κυριάρχησε στην πολιτική ζωή 17 χωρών και, εν συνεχεία, το πώς έγινε κατάχρηση αυτού του συστήματος και το γιατί είναι τόσο δύσκολο πια να ενισχυθεί η ασφάλειά του.

«Αν οι Ιάπωνες δεν μπορούν να ελέγξουν τα δημόσια οικονομικά τους και αν οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ελέγξουν τις ‘too-big-to-fail’ τράπεζες, τότε η προστιθέμενη πολυπλοκότητα της συγχώνευσης 17 ρυθμιστικών αρχών από 17 εθνικές κυβερνήσεις σε ένα σύστημα όπου κάποιος άλλος μπορεί να αναλάβει την ευθύνη των διασώσεων, δημιουργεί έναν χρηματοπιστωτικό εφιάλτη» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δύο αρθρογράφοι.

Ένα τέτοιο σύστημα είναι βέβαιο ότι θα είναι επιρρεπές σε κρίσεις. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση παρέχουν διασώσεις όταν υπάρχει πρόβλημα στις ΗΠΑ. Αλλά στην Ευρώπη, οι διασώσεις προσφέρονται μόνο εν μέρει. Καμία χώρα δεν διαθέτει έναν «δανειστή έσχατης ανάγκης», όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ή η Τράπεζα της Ιαπωνίας – έτσι οι αγορές τώρα μαθαίνουν ότι τα μεγάλα premia κινδύνου απαιτούνται για να αντανακλάται ο κίνδυνος χρεοκοπίας των προβληματικών χωρών.

Οι ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες αναμφίβολα θα διευκόλυναν τη διαχείριση αυτών των κρίσεων. Οι υποτιμήσεις μειώνουν άμεσα τους μισθούς και αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών. «Εάν η Ελλάδα είχε καταφέρει μια μεγάλη υποτίμηση, θα μπορούσε ίσως να είχε αποφύγει ένα μεγάλο μέρος της κρίσης ανεργίας και της κοινωνικής κρίσης που βλέπουμε σήμερα» αναφέρουν οι Johnson και Boone. «Αντ’ αυτού, κάθε χώρα στην Ευρώπη που αντιμετωπίζει σήμερα πρόβλημα, υποφέρει όταν χρειάζεται να εξαναγκάσει σε μείωση τους μισθούς και τις τιμές μέσω δημοσιονομικής προσαρμογής», προσθέτουν.

Σχολιάζουν επίσης ότι το σύστημα αυτό δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει μυριάδες προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της ανεπάρκειας τραπεζικών κεφαλαίων, του υψηλού επιπέδου ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, καθώς και της χρόνιας αδυναμίας ορισμένων κρατών-μελών να επιτύχουν ανάπτυξη.

«Πλέον αποτελεί κοινό τόπο το να ακούει κανείς τους πολιτικούς να εκβιάζουν τους ψηφοφόρους: αν η ευρωζώνη δεν επιβιώσει, το αποτέλεσμα θα είναι μια τραγωδία. Και είναι αλήθεια ότι θα επέλθει τραγωδία – αρκεί μόνο να δούμε την άνοδο στα σύνθετα παράγωγα και τους κινδύνους που εγκυμονούν αν επρόκειτο να διαλυθεί η Ευρωζώνη».

Η απειλή των μελλοντικών κρίσεων

Η τραγωδία της Ευρωζώνης φαίνεται αναπόφευκτη, αλλά περιλαμβάνει και πολύ μεγαλύτερους κινδύνους που θα εξαπλωθούν στην Ιαπωνία, τις ΗΠΑ και άλλες προηγμένες οικονομίες, σχολιάζουν οι δύο αρθρογράφοι.

«Μέσα από τα χρηματοπιστωτικά μας συστήματα, έχουμε δημιουργήσει τεράστιες, σύνθετες χρηματοπιστωτικές δομές που μπορούν να έχουν τραγικές συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας και, επιπλέον, είναι εγγενώς δύσκολο να ρυθμιστούν και να ελεγχθούν. Περιμένουμε από τους πολιτικούς και από τον χρηματοπιστωτικό τομέα να αποτρέψουν αυτές τις δομές από το να δημιουργήσουν κινδύνους. Ωστόσο, σε όλο τον κόσμο, πολιτικά και οικονομικά συστήματα ευθυγραμμίζονται στη δημιουργία αυτών των κινδύνων και όχι στην αντιμετώπισή τους.

Η συνεχιζόμενη κρίση στην Ευρωζώνη απλώς δίνει χρόνο στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ. Οι επενδυτές αναζητούν καταφύγιο σε αυτές τις δύο χώρες, μόνο και μόνο επειδή οι κίνδυνοι είναι πιο άμεσοι στην Ευρωζώνη. Αυτές οι χώρες θα αφιερώσουν αυτή τη φορά χρόνο για να διορθώσουν τα δημοσιονομικά προβλήματα που υποβόσκουν; Κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο».

«Το μάθημα από όλα αυτά τα προβλήματα είναι σαφές», καταλήγουν οι Johnson και Boone. Όπως εξηγούν, «η σχετικά πρόσφατη ενίσχυση των θεσμικών οργάνων αυτών των πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών αγορών, σε όλο τον κόσμο, έχει επιτρέψει την ανάπτυξη μεγάλων, μη βιώσιμων δομών. Βασιζόμαστε στα πολιτικά συστήματα για να ελέγξουν αυτούς τους κινδύνους, αλλά οι πολιτικοί αναπτύσσουν με φυσικότητα συμβιωτικές σχέσεις που ενθαρρύνουν την ανεύθυνη ανάπτυξη».

«Η φύση αυτής της ‘ανεύθυνης ανάπτυξης’ είναι διαφορετική σε κάθε χώρα και περιοχή – αλλά είναι εξίσου μη βιώσιμη και εξακολουθεί να επεκτείνεται. Θα έρθουν κι άλλες κρίσεις και πιθανότατα η κάθε μία θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη».

Πηγή : capital.gr