Ο άνθρωπος ανήκει στην ομάδα των ομοιόθερμων (θερμόαιμων) ζώων και πρέπει να διατηρεί την κεντρική θερμοκρασία του (πυρήνα) σταθερή, για να μην υπάρξουν παθολογικές αλλοιώσεις στη λειτουργία των κυττάρων και των οργάνων του.

Η φυσιολογική λειτουργία τους είναι εξαρτώμενη από φυσικές και χημικές διαδικασίες, οι οποίες επηρεάζονται αρνητικά από αλλαγές της θερμοκρασίας.

Ο άνθρωπος μπορεί να επιζήσει σε ένα εύρος κεντρικής θερμοκρασίας από 25 έως 43 βαθμούς Κελσίου. Όπως είναι γνωστό, η άνοδος έστω και ενός βαθμού της κεντρικής θερμοκρασίας δημιουργεί ανικανότητα στην εργασία.

Για να πετύχει αυτόν το στόχο, να διατηρήσει την κεντρική θερμοκρασία στους 37 βαθμούς, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης έχει αναπτύξει μηχανισμούς θερμορρύθμισης. Το κέντρο της θερμορρύθμισης βρίσκεται στον υποθάλαμο, όπου λειτουργούν θερμοϋποδοχείς που καταγράφουν τις αλλαγές στην κεντρική θερμοκρασία. Θερμοϋποδοχείς υπάρχουν, ακόμη, στο δέρμα και το νωτιαίο μυελό.

Η επεξεργασία αυτών των ερεθισμάτων οδηγεί σε θερμορρυθμιστικές αντιδράσεις.

Οι αντιδράσεις αυτές στοχεύουν στην εξισορρόπηση μεταξύ της παραγόμενης και απορροφούμενης θερμότητας, από τη μια μεριά, και της αποβολής της θερμότητας, από την άλλη. Εάν η θερμοκρασία του σώματος αυξηθεί, τότε πρέπει να αυξηθεί και η αποβολή της θερμότητας, για να διατηρηθεί η κεντρική θερμοκρασία σταθερή.

Η αποβολή της θερμότητας είναι η ποσότητα θερμότητας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο με χαμηλότερη θερμοκρασία. Η αγωγή θερμότητας είναι η μεταφορά θερμοκρασίας από το δέρμα στον αέρα που περιβάλλει το σώμα. Για να γίνει αυτή η μεταφορά, πρέπει ο αέρας να είναι πιο κρύος από το δέρμα.

Η αύξηση της αποβολής της θερμοκρασίας επιτυγχάνεται με αύξηση της εφίδρωσης και της εξάτμισης, αύξηση των παλμών, αύξηση της αρτηριακής πίεσης και με αγγειοδιαστολή, που οδηγεί σε αύξηση της δερματικής ροής του αίματος. Εάν η θερμοκρασία του σώματος μειωθεί, τότε, αντίστροφα, αυξάνεται η παραγωγή της θερμοκρασίας στο σώμα από μυϊκή δραστηριότητα και μειώνεται η δερματική ροή του αίματος. Άνετη θερμοκρασία είναι αυτή που δεν απαιτεί την ενεργοποίηση των ιδρωτοποιών αδένων ή την αύξηση της παραγωγής θερμότητας με πρόκληση ρίγους.

Η παραγωγή θερμότητας είναι αποτέλεσμα του μεταβολισμού της ενέργειας. Σε κατάσταση ηρεμίας, το 56% της βασικής θερμότητας παράγεται από τα εσωτερικά όργανα και το 18%, από το μυϊκό σύστημα. Στην περίπτωση βαριάς σωματικής εργασίας, το 90% της συνολικής θερμότητας μπορεί να παραχθεί από το μυϊκό σύστημα.

Η προσπάθεια του οργανισμού να διατηρεί σταθερή την κεντρική θερμοκρασία έχει όρια. Η κεντρική θερμοκρασία μπορεί να διατηρηθεί σταθερή για τέσσερις ώρες μεταξύ 37-37,5 και σε συνθήκες έντονης σωματικής εργασίας σε υγιείς, όταν η εσωτερική θερμοκρασία είναι από 15 βαθμούς Κελσίου έως 41 βαθμούς Κελσίου. Όταν η διάρκεια σωματικής εργασίας αυξηθεί, τότε ο μηχανισμός θερμορρύθμισης καταρρέει κι έχουμε αύξηση της κεντρικής θερμοκρασίας.

Οι καταστάσεις θερμικής καταπόνησης στο εργασιακό περιβάλλον είναι σύνθετες και καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, όπως:

* θερμοκρασία του αέρα,

* σχετική υγρασία του αέρα,

* ταχύτητα του αέρα,

* θερμική ακτινοβολία,

* βαρύτητα της εργασίας,

* ένδυση,

* διάρκεια της έκθεσης,

* κατάσταση της υγείας.

Κατά τη διάρκεια του θέρους στη χώρα μας και ιδιαίτερα σε περιόδο που δημιουργούνται ειδικές συνθήκες με αύξηση της θερμοκρασίας και της σχετικής υγρασίας (συνθήκες καύσωνα), η θερμική καταπόνηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στην υγεία των εργαζομένων και προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία.

Για την αντιμετώπιση της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων, σε κλειστούς χώρους ή υπαίθριους χώρους, βάσει του νόμου 1568/1985 και τις εγκυκλίους 140120/24-7-89 & 130427/26-6-90 του υπουργείου Εργασίας, απαιτείται:

Σύνταξη σχεδίου αντιμετώπισης της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης.

* Το σχέδιο συντάσσεται με τη συνεργασία του εργοδότη, του τεχνικού ασφαλείας, του ειδικού γιατρού εργασίας και της επιτροπής Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας.

* Στο σχέδιο αυτό εξειδικεύονται τα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα που παίρνει η επιχείρηση, με στόχο τη μείωση της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων.

* Επισημαίνεται ότι κατά τη σύνταξη πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τις ομάδες εργαζομένων με ιδιαίτερα προβλήματα υγείας (ομάδες υψηλού κινδύνου).

* Οργανωτικά μέτρα

* Δημιουργία διαλειμμάτων κατάλληλης διάρκειας, για τη μείωση της θερμικής καταπόνησης των εργαζομένων.

*Διαμόρφωση κατάλληλα κλιματισμένων χώρων, κυλικείων ή άλλων, για την ανάπαυση των εργαζομένων.

*Διάθεση στους εργαζόμενους πόσιμου δροσερού νερού (10-15 β. Κελσίου)

*Προγραμματισμός των εργασιών που καταπονούν θερμικά, εκτός θερμοκρασιακών αιχμών.

** Τεχνικά μέτρα

*Επαρκής γενικός εξαερισμός με εγκατάσταση ανεμιστήρων στα ψηλά σημεία των αιθουσών και αερισμός εργασίας με φυγοκεντρικούς ανεμιστήρες.

*Επαρκής ανανέωση του αέρα των εργασιακών χώρων με προσαγωγή νωπού αέρα (μη κλιματισμένου) και σύγχρονη απαγωγή του αέρα του χώρου εργασίας.

*Απαγωγή των ρύπων και του θερμού αέρα στο πληρέστερο δυνατό σημείο προς την πηγή τους.

*Επιθυμητή είναι η ύπαρξη και λειτουργία κλιματιστικών στους χώρους εργασίας, όταν αυτό είναι δυνατόν.

*Θερμομόνωση, βάψιμο με λευκό χρώμα, βρέξιμο της πλάκας ή της στέγης.

* Κατασκευή σκιάστρων.

*Μόνωση των πηγών θερμότητας.

** Ομάδες υψηλού κινδύνου

Κατά τους θερινούς μήνες οι εργαζόμενοι που με τη γνωμάτευση γιατρού εργασίας ανήκουν σε μία από τις παρακάτω ομάδες υψηλού κινδύνου, χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα και συνιστάται η αποχή τους από την εργασία για το χρονικό διάστημα της επικράτησης συνθηκών καύσωνα:

* Καρδιοπαθείς: με στεφανιαία νόσο, βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδιοπάθειες.

* Πνευμονοπαθείς: με αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονικό εμφύσημα, άσθμα.

* Εργαζόμενοι με συκχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας, του θυρεοειδούς, με αρτηριακή υπέρταση ή υπόταση, αναιμία, ψυχικά νοσήματα, δερματοπάθειες, παχυσαρκία.

* Εργαζόμενοι που παίρνουν φάρμακα: διουρητικά, αναστολείς ιόντων ασβεστίου, αντιχολινεργικά, ψυχοφάρμακα, αντιεπιληπτικά, αντιδιαβητικά, ορμόνες.

* Εγκυμονούσες.

Με την εξαγγελία επικράτησης συνθηκών καύσωνα πρέπει επίσης να παρθούν τα ακόλουθα μέτρα:

* Μείωση της απασχόλησης σε υπαίθριες εργασίες από τις 12.00 έως τις 15.00.

* Μείωση της απασχόλησης σε ιδιαίτερα επιβαρημένους θερμικά χώρους, όπως μηχανοστάσια, χυτήρια, υαλουργεία, ναυπηγεία κ.λπ., από τις 12.00 έως τις 15.00.

* Μείωση των ιδιαίτερα βαρέων εργασιών.

**Εκτίμηση του θερμικού περιβάλλοντος

Για την επιστημονικά ορθή εκτίμηση της θερμικής καταπόνησης στους εργασιακούς χώρους πρέπει να χρησιμοποιείται ο βιοκλιματικός δείκτης WBGT. Ως μεθοδολογία μετρήσεων και οριακές τιμές για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων προτείνονται τα περιλαμβανόμενα στην ελληνική έκδοση του ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. «1996 – Οριακές τιμές Χημικών Ουσιών & Φυσικών παραγόντων & Δείκτες Βιολογικής Εκθεσης» της Αμερικανικής Εταιρείας Κυβερνητικών Υγιεινολόγων Βιομηχανίας (σελ. 100-107).

Οι οριακές τιμές του πίνακα αναφέρονται σε συνθήκες θερμικής καταπόνησης, στις οποίες πιστεύεται ότι σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να εκτίθενται επανειλημμένως, χωρίς βλαπτικές επιπτώσεις στην υγεία τους. Οι τιμές αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι σχεδόν όλοι οι εγκλιματισμένοι, με πλήρη ένδυση εργαζόμενοι, που εφοδιάζονται επαρκώς με νερό και αλάτι, μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά κάτω από τις δεδομένες εργασιακές συνθήκες, χωρίς η θερμοκρασία να υπερβεί τους 38 βαθμούς Κελσίου.

**Παθολογία από θερμό εργασιακό περιβάλλον

Η παρατεταμένη ή μεγάλη θερμική καταπόνηση του οργανισμού από την επαγγελματική έκθεση σε θερμό περιβάλλον μπορεί να προκαλέσει διάφορες παθολογικές καταστάσεις, οι οποίες οφείλονται είτε στην εξασθένιση της θερμορρύθμισης είτε στις διαταραχές των βοηθητικών μηχανισμών αυτής είτε ακόμη στις λειτουργικές αλλοιώσεις των οργάνων που συμμετέχουν.

Οι καταστάσεις αυτές, σύμφωνα με την ταξινόμηση που πρότεινε ο Minard το 1976, κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες φυσιοπαθολογικών εκδηλώσεων.

* Διαταραχές της θερμορρύθμισης

Η λειτουργική εξάντληση των μηχανισμών της θερμορρύθμισης προκαλεί την άνοδο της εσωτερικής θερμοκρασίας άνω των 40,5 β. Κελσίου, με ταυτόχρονη καταστολή των μηχανισμών της εφίδρωσης και εκδηλώνεται κυρίως με δύο παθολογικές καταστάσεις: τη θερμοπληξία και την υπερπυρεξία.

Η θερμοπληξία μπορεί να εκδηλωθεί είτε σταδιακά, με πρόδρομα συμπτώματα, είτε με οξύ τρόπο, χωρίς καμία προειδοποίηση.

Στην πρώτη περίπτωση εκδηλώνεται με αίσθημα ανυπόφορης θερμότητας, ακολουθούν γενική εξάντληση, κεφαλαλγία και ναυτία συνοδευόμενη από εμετούς. Η συμπτωματολογία ολοκληρώνεται ή στις πρώτες δύο με τρεις ώρες από την εμφάνιση της ή το αργότερο εντός 48 ωρών.

Στην οξεία εμφάνισή του το σύνδρομο εκδηλώνεται με χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως η άνοδος της εσωτερικής θερμοκρασίας του σώματος, η πλήρης καταστολή των μηχανισμών εφίδρωσης, η πτώση της αρτηριακής πίεσης, οι διαταραχές του ψυχισμού, οι σπασμοί και το κώμα. Εμφανίζονται επίσης ερυθρότητα, ξηρότητα και υπερθερμία του δέρματος.

Η πρόγνωση είναι πολλές φορές μοιραία, όπως αποδεικνύει ο υψηλός δείκτης θνητότητας (όπως δείχνει ο ακόλουθος πίνακας) που χαρακτηρίζει το σύνδρομο και ο οποίος προσεγγίζει το 80%.

Η υπερπυρεξία χαρακτηρίζεται και αυτή από την άνοδο της εσωτερικής θερμοκρασίας του σώματος, που μπορεί να υπερβεί τους 40 β. Κελσίου, καθώς επίσης και από την πλήρη καταστολή των μηχανισμών εφίδρωσης. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται από υπερκινητικότητα και κατάσταση παραληρήματος.

Η υπερπυρεξία θεωρείται πρόδρομος της θερμοπληξίας, καθώς και τα δύο σύνδρομα χαρακτηρίζονται από την τριάδα των συμπτωμάτων: διαταραχές της ψυχικής σφαίρας και του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος και πλήρης καταστολή των μηχανισμών εφίδρωσης. Η διαφορά τους όμως εστιάζεται στη βαρύτητα με την οποία εκδηλώνονται οι ψυχικές και νευρολογικές διαταραχές. Η βαρύτητα αυτή εξαρτάται όχι από τα επίπεδα της εσωτερικής θερμοκρασίας, αλλά από το χρονικό διάστημα έκθεσης του εγκεφάλου στην υψηλή θερμοκρασία.

Η θερμοπληξία εκδηλώνεται με σαφώς βαρύτερα νευρολογικά συμπτώματα από την υπερπυρεξία, γεγονός που σημαίνει ότι στο θερμοπληκτικό σύνδρομο ο εγκέφαλος εκτέθηκε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην υψηλή θερμοκρασία του σώματος.

Η υπερπυρεξία αντιμετωπίζεται με τη μεταφορά του ασθενούς σε δροσερό περιβάλλον και την άμεση ιατρική φροντίδα, με την αποκατάσταση του υδρο-ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου του. Για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενή μπορεί να χρειαστεί περισσότερο από μία εβδομάδα.

* Θερμική συγκοπή

Ως θερμική συγκοπή (θερμική λιποθυμία) ορίζεται η παροδική και αιφνίδια απώλεια της συνείδησης, η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται σε ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω μειωμένης αιματικής παροχής. Η πτώση της σωματικής παροχής στον εγκέφαλο εξαρτάται είτε από τη μείωση της καρδιακής ικανότητας είτε από μια περιφερειακή αγγειοδιαστολή που προκαλεί υπόταση.

Η θερμική συγκοπή εκδηλώνεται σε άτομα που εργάζονται σε πολύ θερμό εργασιακό περιβάλλον και συνοδεύται από υπερθερμία (η κεντρική θερμοκρασία του σώματος πλησιάζει τους 39 β. Κελσίου), ωχρότητα, ζαλάδες, γενική εξάντληση ταχυκαρδία και λιποθυμία. Το λιποθυμικό επεισόδιο που χαρακτηρίζει τη θερμική συγκοπή μπορεί να εμφανιστεί και σε άτομα τα οποία εργάζονται όρθια σε μέτρια επίπεδα θερμοκρασίας, χωρίς όμως να παρατηρηθεί αύξηση της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος (υπερθερμία).

* Διαταραχές του υδρο-ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου

Η παθογένεση, τα κλινικά συμπτώματα, καθώς και η ιατρική φροντίδα των διαταραχών του υδρο-ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου εξαρτώνται κυρίως από τις αιτίες που προκάλεσαν αυτές τις διαταραχές.

Το υδατικό έλλειμμα οφείλεται κυρίως στη μη επαναπρόσληψη του ύδατος που χάθηκε με την εφίδρωση. Τα βασικά συμπτώματα της αφυδάτωσης μπορούν να εμφανιστούν ύστερα από σχετικά μικρό χρονικό διάστημα βαριάς εργασίας σε θερμό περιβάλλον και εφόσον απολεσθεί το 5% του συνολικού υδατικού όγκου (για έναν ενήλικο βάρους 75 κιλών και ύψους 175 εκ., η εφίδρωση 1 λίτρου ιδρώτα αντιστοιχεί στην απώλεια του 2,5% του συνολικού υδατικού όγκου του). Η αφυδάτωση εκδηλώνεται με έντονο αίσθημα δίψας, ταχυκαρδία, καταστολή των μηχανισμών εφίδρωσης και νοητική σύγχυση.

Το ηλεκτρολυτικό έλλειμμα οφείλεται στη μη επαναπρόσληψη του νατρίου που χάθηκε με τον ιδρώτα. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα που παρουσιάζει το έλλεμμα του νατρίου εκδηλώνονται κυρίως ύστερα από εφτά με οχτώ ημέρες επαγγελματικής έκθεσης σε θερμό περιβάλλον κι εντοπίζονται στη γενική εξάντληση, τις κράμπες, τη βραδυκαρδία, τις ζαλάδες και τους εμετούς.

Όπως έδειξε μια καινούργια δημοσίευση του S. Hajat στο «Journal of Epidemiology and Community Health», η θνητότητα στους ηλικιωμένους και τους ασθενείς αυξάνεται ήδη και από μικρές σχετικά αυξήσεις της θερμοκρασίας.

Ήδη, πάνω από 21,5 β. Κελσίου είχαμε αύξηση των θανάτων κατά 3,8% σε κάθε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό. Ιδιαίτερα ευπαθής ήταν η ομάδα ασθενών με βαριές πνευμονοπάθειες.

Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι θάνατοι ήταν στην αρχή του καλοκαιριού, δηλαδή Μάιο και Ιούνιο, πολύ περισσότεροι από ό,τι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Μια πιθανή εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι η προσαρμογή στην αύξηση της θερμοκρασίας συμβαίνει αυτούς τους μήνες και η προσαρμογή αυτή οδηγεί σε μεγαλύτερη θερμοανεκτικότητα.

Μια άλλη εξήγηση είναι ότι οι περισσότεροι από τους βαριά ασθενείς πεθαίνουν αυτούς τους μήνες και τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο υπάρχουν λιγότεροι βαριά ασθενείς κι έχουμε μικρότερο αριθμό θανάτων.

Συγγραφέας: Βασίλης Μακρόπουλος, καθηγητής Επαγγελματικής και Βιομηχανικής Υγιεινής Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας

Πηγή: healthview.gr