Για τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη προειδοποιεί σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Dow Jones Newswires ο πρώην πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος προσθέτοντας ότι οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές για τη χώρα, ενώ θα επηρεαστεί βαθιά και η Ευρωζώνη.

“Αν και ένα τέτοιο σενάριο είναι απίθανο να υλοποιηθεί και δεν είναι το επιθυμητό για την Ελλάδα ή για άλλες χώρες, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι γίνονται προετοιμασίες για να περιοριστεί ο αντίκτυπος από την έξοδο της Ελλάδας”, δηλώνει ο κ. Παπαδήμος μιλώντας στο Dow Jones Newswires.

Εκφράζει ταυτόχρονα την ανησυχία του για το ενδεχόμενο να μην έχει γίνει αντιληπτός ο κίνδυνος από όλους στην Ελλάδα.

“Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα που αποτελείται από δύο μέρη: η Ελλάδα θα πρέπει να μείνει στην Ευρωζώνη και η χώρα θα πρέπει να σεβαστεί τις δεσμεύσεις της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κίνδυνος η Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ είναι πραγματικός και εξαρτάται ουσιαστικά στο κατά πόσο ο ελληνικός λαός θα υποστηρίξει τη συνεχιζόμενη εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος”, δηλώνει ο κ. Παπαδήμος.

“Συμμερίζομαι την άποψη ότι σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας με έξοδο από το ευρώ, οι επιπτώσεις για την Ευρωζώνη – το χρηματοοικονομικό σύστημα και την πραγματική οικονομία – θα είναι πολύ μεγάλες και τα επακόλουθα κόστη σημαντικά και εκτεταμένα, ενώ θα επηρεαστούν και οι οικονομίες εκτός της Ευρωζώνη”, προσθέτει.

Αναφέρεται επίσης στις εκτιμήσεις που έχουν γίνει και τοποθετούν το συνολικό κόστος μιας ελληνικής εξόδου από 500 δισ. ευρώ μέχρι και 1 τρισ. ευρώ.

Προειδοποιεί εξάλλου ότι ο χρόνος τελειώνει και χωρίς πρόσθετη βοήθεια η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τις συντάξεις και του μισθού του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με το πρακτορείο.

Σημειώνει παράλληλα ότι σε έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη η ραγδαία υποτίμηση στο νέο εθνικό νόμισμα θα ακυρώσει τα πιθανά ανταγωνιστικά οφέλη στο εξωτερικό εμπόριο.

Με βάση αυτό το σενάριο, ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί, τα πραγματικά εισοδήματα θα συρρικνωθούν, το τραπεζικό σύστημα θα γνωρίσει ακραίες πιέσεις και η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο.

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδα θα αυξηθεί καθώς θα είναι εκφρασμένο στο νέο νόμισμα και θα χρειαστούν υψηλότερα πραγματικά επιτόκια για να σταθεροποιηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία και να τεθεί ο πληθωρισμός υπό έλεγχο.

“Βάσει ορισμένων υπολογισμών ο πληθωρισμός θα μπορούσε να εκτιναχθεί στο 30% ή ακόμα και 50%, ανάλογα με τον αντίκτυπο των εξελίξεων στις πληθωριστικές προσδοκίες και την ισχύ των δευτερογενών επιπτώσεων στις τιμές και τους μισθούς”, αναφέρει.

Ένα τέτοιο πληθωριστικό σπιράλ ουσιαστικά θα εξάλειφε τα βραχυπρόθεσμα οφέλη από το υποτιμημένο νέο εθνικό νόμισμα στην ανταγωνιστικότητα των τιμών, προσθέτει.

“Συνολικά οι οικονομικές συνέπειες… θα είναι καταστροφικές. Επιπλέον, οι δυσμενείς πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις από μια ελληνική έξοδο θα είναι βαθιές και μακροχρόνιες”, δηλώνει.

Ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει ωστόσο ότι θα πρέπει πλέον να εξεταστούν και μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης στην εφαρμογή του προγράμματος.

“Για να πετύχει το δεύτερο πρόγραμμα είναι σημαντικό τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις να συμπληρωθούν με πρόσθετες πολιτικές που θα έχουν άμεσο και σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα και απασχόληση”, αναφέρει.

Υπογραμμίζει τέλος ότι είναι στη λάθος κατεύθυνση οι υποσχέσεις πολιτικών ηγετών στην Ελλάδα ότι η χώρα θα μπορούσε να υποχωρήσει από τις δεσμεύσεις της ή να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του προγράμματος, ενώ εξίσου εσφαλμένες είναι οι προσδοκίες από τον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι εταίροι της Ελλάδας θα δεχτούν την αναστολή του ελληνικού προγράμματος ή κάποια μονόπλευρη διαγραφή χρέους.

“Οι χώρες αυτές έχουν ήδη αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες για να πείσουν τα κοινοβούλια τους να εγκρίνουν το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, ενώ άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία με σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις, θα κληθούν να συνεισφέρουν περαιτέρω στη χρηματοδότηση της Ελλάδας”, επισημαίνει και προσθέτει: “Η κόπωση στη δημοσιονομική προσαρμογή σε χώρες που υλοποιούν τέτοια προγράμματα συνοδεύεται από κόπωση στις πιστώτριες χώρες που χρηματοδοτούν τα προγράμματα. Δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε αυτό”.

Πηγή: capital.gr