Γιγαντώνονται επικίνδυνα οι πέντε μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες της Wall Street. Δυο χρόνια μετά την υπόσχεση του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, ότι θα εξαλείψει τον κίνδυνο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι «πολύ μεγάλα για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν», οι κορυφαίες τράπεζες της χώρας είναι πιο μεγάλες από ό,τι πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Πέντε τράπεζες -J. P. Morgan Chase, Bank of America, Citigroup, Wells Fargo και Goldman Sachs-είχαν στην ιδιοκτησία τους περιουσιακά στοιχεία αξίας 8,5 τρισ. δολ. στα τέλη του 2011, ποσό που αντιστοιχεί στο 56% του συνολικού προϊόντος της αμερικανικής οικονομίας, σύμφωνα με τη Federal Reserve. Το ποσοστό ξεπερνά το 43%, που ίσχυε πριν από πέντε έτη.

Οι τράπεζες της πεντάδας είναι περίπου διπλάσιες από ό,τι μία δεκαετία πριν σε σχέση με την οικονομία, που σημαίνει ότι, αν μία εξ αυτών παρουσιάσει πρόβλημα, η κυβέρνηση θα βρεθεί ξανά αντιμέτωπη, όπως και το 2008, με την επιλογή του Χόμπσον: να αφήσει μια μεγάλη τράπεζα να καταρρεύσει, με μεγάλο κίνδυνο να βυθίσει την ευρύτερη οικονομία, ή να προκαλέσει τη δημόσια οργή με ένα δαπανηρό σχέδιο διάσωσης.

«Οι ειδικοί επί θεμάτων αγοράς πιστεύουν πως τίποτα δεν έχει αλλάξει, πως ο κίνδυνος των πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν τραπεζών παραμένει ζωντανός», λέει ο Gary Stern, τέως πρόεδρος της Federal Reserve Bank της Μινεάπολης.

Τις τελευταίες εβδομάδες, τουλάχιστον τέσσερις διοικητές περιφερειακών Fed -Esther George του Κάνσας Σίτι, Charles Plosser της Φιλαδέλφεια, Jeffrey Lacker του Ρίτσμοντ και Richard Fisher του Ντάλας- έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για μια πιθανή νέα κρίση, εάν καταρρεύσει μία ή περισσότερες από τις μεγάλες τράπεζες.

Τα κολοσσιαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που προφυλάσσονται από μια αόρατη κυβερνητική ομπρέλα, «συνιστούν ξεκάθαρο και ρεαλιστικό κίνδυνο για την αμερικανική οικονομία», προειδοποιούσε η τελευταία ετήσια έκθεση της Fed του Ντάλας για την οικονομία.

Μάλλον ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είχε ακριβώς αυτό στο μυαλό του δύο χρόνια πριν, όταν δεσμεύτηκε να «αποτρέψει την περαιτέρω συγκέντρωση» του τραπεζικού κλάδου. Ο σαρωτικός νόμος για τη χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση Dodd-Frank, που ο Ομπάμα υπέγραψε τον Ιούλιο του 2010, σχεδιάστηκε για να μην επαναληφθεί η φρενίτιδα της διάσωσης των αφερρέγυων τραπεζών της κρίσης του 2008.

Επικαλούμενος τις υψηλότερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, τις νέες δυνάμεις ελέγχου μιας καταρρέουσας τράπεζας και τους περιορισμούς γύρω από την εξαγορά ανταγωνιστριών τραπεζών από μεγάλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, υποστήριξε τον Φεβρουάριο πως το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι «πολύ ισχυρότερο από ό,τι ήταν πριν από την κρίση».

Δεκαπέντε από τις δεκαεννέα μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ πέρασαν το «τεστ κοπώσεως» που διενήργησε η Κεντρική Τράπεζα με κριτήριο την ανθεκτικότητά τους σε πιθανή βαθιά ύφεση. Η J. P. Morgan, η οποία διαθέτει πάγια αξίας 2,3 τρισ. δολαρίων, έναντι 2 τρισ. δολαρίων που είχε όταν υπεγράφη ο Dodd-Frank, έχει επανειλημμένως καυχηθεί για τον οχυρωμένο ισολογισμό της.

Η Bank of America, που είχε μέγεθος περίπου 50% μεγαλύτερο στα τέλη του 2011 από ό,τι πέντε χρόνια πριν, σταδιακά συρρικνώνεται, ενώ έχει αυξήσει στους 29 μήνες το διάστημα που μπορεί να λειτουργεί ομαλά χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση. «Είμαστε μια πολύ πιο ισχυρή επιχείρηση σήμερα από ό,τι την περίοδο προτού ξεσπάσει η κρίση», λέει ο Jerry Dubrowski, εκπρόσωπος της Bank of America.

S&P – Moody΄s: Νέο bail-out σε περίπτωση κρίσης

Ωστόσο, οι διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poors και Moody΄s δεν έχουν πειστεί πως ο κίνδυνος των «πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν» τραπεζών έχει αποσοβηθεί. Ισχυρίζονται, αντίθετα, ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα διέσωζε και πάλι τις τράπεζες-γίγας σε μια μελλοντική κρίση. Οι πλούσιοι καταθέτες προτιμούν όλο και περισσότερο τις μεγαλύτερες τράπεζες, ακόμα και αν τους προσφέρουν υψηλότερα επιτόκια αλλού. Η εγγύηση που παρέχει σιωπηρά η κυβέρνηση τους αποζημιώνει για τη μικρή απώλεια τόκων. Βάσει του νόμου Dodd-Frank, οι μεγαλύτερες τράπεζες υποχρεούνται να καταρτίσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης, στα οποία θα περιγράφουν τρόπους «αναίμακτης» αντιμετώπισης ενδεχόμενης μελλοντικής κρίσης.

Αξιωματούχοι της Fed, όπως o Lacker, βλέπουν αυτές τις «διαθήκες ζωής», που πρέπει να παραδοθούν έως τον Ιούλιο, ως πολύ κρίσιμες. Ωστόσο, ακόμα και αν αυτά τα μέτρα ασφαλείας αποδώσουν, ο κίνδυνος θα παραμένει, λέει ο Richard Spillenkothen, διευθυντής τραπεζικής εποπτείας και ρύθμισης της Fed την περίοδο 1991 -2006.

«Ίσως ο μόνος τρόπος να είσαι 100% ασφαλής πως έλυσες το πρόβλημα των πολύ μεγάλων για να καταρρεύσουν τραπεζών», λέει, «είναι να καταργήσεις τις πολύ μεγάλες τράπεζες».

Πηγή : capital.gr