Photo: Έβελυν Φώσκολου

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα έκαναν τον ελληνικό λαό να θρηνήσει ως εθνική απώλεια τον θάνατο του Δημήτρη Μητροπάνου. Πρώτον η σταθερότητά του. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε που μετακόμισε απ’ τα Τρίκαλα στην Αθήνα, όσα λεφτά κι αν κέρδισε, όσες καταστάσεις κι αν έζησε ο Μητροπάνος, ο πυρήνας του δεν άλλαξε. Κι ακόμη περισσότερο, δεν προσπάθησε ο ίδιος να τον αλλάξει ή να παραστήσει ότι τον άλλαξε, να του φορέσει φερετζέ, μόνο και μόνο για να κάνει τον καλό στις μάζες.

”Photo:

Από τότε που δεν είχε φράγκο στην τσέπη ως τότε που απέκτησε οικία στο Ψυχικό, μια ζωή αριστερός, και για την ακρίβεια ΚΚΕ, δήλωνε ο άνθρωπος. Δεν το γύρισε ποτέ στο «ευρύτερες δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις» μήπως και χάσει κανάν πελάτη, δεν έκανε μόκο, δεν υποκρίθηκε μπας και δεν μπει ο Καρατζαφέρης στο μαγαζί του. Ο Μητροπάνος την ταυτότητά του την κουβάλαγε στο μέτωπό του και το μέτωπο το ‘χε ψηλά και περήφανο.

Ο δεύτερος παράγοντας που συγκίνησε το ευρύ κοινό στην περίπτωση του εκλιπόντoς; Ήταν χορτασμένος, δεν ήταν λιγούρης. Θυμάμαι μια φορά κι έναν καιρό που είχαν ρωτήσει τον Γιάννη Μπουτάρη για τον απλό έως ταπεινό τρόπο ζωής του και είχε απαντήσει αποστομωτικά: «Και τι να γίνει ρε παιδιά; Πόσα μπιφτέκια μπορεί να φάει ένας άνθρωπος;» Έτσι ακριβώς! Πόσα σπίτια μπορεί να κατοικήσει, πόσα αυτοκίνητα μπορεί να οδηγήσει, πόσα στόματα μπορεί να φιλήσει; Άμα η πείνα του είναι αιώνια, όχι μόνο δεν θα χορτάσει αλλά και δεν θα το ευχαριστηθεί ποτέ. Ο Μητροπάνος αντιθέτως, πάντοτε έδινε την εντύπωση ότι βρήκε αυτό που ήθελε, έφτιαξε αυτό που ήθελε, αγάπησε αυτούς που ήθελε και το απολάμβανε μια χαρά. Κι όταν η μοίρα του ‘φερε στραβές στην καλλιτεχνική του πορεία (βλέπε την σχετικώς άγονη δεκαετία του ογδόντα), πάλι δεν βγήκε στη μίρλα να κλάψει για την καριόλα την κοινωνία και τα σκοτεινά κυκλώματα που τον πολεμούσαν.

Να πάω όμως και στον τρίτο και τελευταίο παράγοντα, ο οποίος ίσως ήταν και ο σημαντικότερος. Ο Μητροπάνος έζησε και πέθανε κατά τα γούστα του. Έκανε πάντα αυτό που του άρεσε και όχι αυτό που του υπαγόρευαν οι άλλοι. Να τραγουδάει βαθιά μέσα στη νύχτα ήθελε όταν έφυγε απ’ την Αγία Μονή, δεν ήθελε να γίνει επιχειρηματίας ή πολιτειακός παράγοντας. Μήπως δεν ήξερε ότι βλάπτει την εύθραυστη υγεία του όταν αποφάσιζε πέρυσι το χειμώνα να ξαναβγεί στις πίστες; Το ήξερε και το παραήξερε. Αυτή ήταν όμως η ζωή του, το μικρόφωνο, το τραγούδι, το χειροκρότημα. Δεν ήταν οι διαβουλεύσεις πίσω από κλειστές πόρτες, οι μικροκακίες, τα κουτσομπολιά. Καουμπόης ήταν ή μάλλον καμπόιας, όπως λέγαμε και στα τρικαλινά. Και καμπόιας παρέμεινε ως την τελευταία του πνοή.

Του Χρήστου Ξανθάκη

Πηγή: protagon.gr